Οι χοροί της Καππαδοκίας και γενικότερα των Ελλήνων της Μ. Ασίας, διακρίνονται για τη σεμνότητά τους. Παρατηρείται σταθερό πάτημα με όλο το πέλμα. Το σώμα, σχεδόν αλύγιστο, δείχνει κι αυτό σεμνότητα. Τέλος , τα χέρια κινούνται μπροστά στο στήθος και οι κινήσεις τους δεν υπερβαίνουν το ύψος του κεφαλιού. Όταν δεν κρατούν κάτι στα χέρια, τότε ενώνουν τα τρία δάκτυλα των χεριών τους, όπως όταν κάνουμε το σταυρό μας. Η θρησκεία επηρέασε τους χορούς της Καππαδοκίας, ώστε αυτοί στο μεγαλύτερο μέρος τους να είναι αισθητικοί και όχι αισθησιακοί όπως οι χοροί της ανατολής. Η θρησκευτικότητα των ανθρώπων επέδρασε, με αποτέλεσμα οι χοροί να παρουσιάζουν τελετουργική μορφή.
«Τελετουργία είναι κάθε προκαθορισμένη, επαναλαμβανόμενη συμβολική δραστηριότητα ή πρακτική, η οποία συνίσταται από στοιχεία λεκτικά και μη λεκτικά» λέει η Νόρα- Σκουτέρη Διδασκάλου. Τα λεκτικά στοιχεία είναι κάποιες φωνές, επιφωνήματα αποδοκιμασίας, επιβράβευσης ή και προσταγής που δηλώνουν τον τρόπο εκτέλεσης και την παραπέρα πορεία ενός χορού. Τα μη λεκτικά στοιχεία είναι οι χειρονομίες, οι εκφράσεις του προσώπου, οι μετακινήσεις του σώματος στο χώρο που εκφράζουν συναισθήματα, αξίες ηθικές, διαχρονικές που διακατέχουν αυτούς που χορεύουν.
Ο τρόπος που οι Καππαδόκες χορευτές μπαίνουν στη σειρά, πιάνονται και χορεύουν και οι ηθικοί κανόνες που σ’ αυτούς υπακούουν, μας μεταφέρουν στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, όπου εκεί το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει καθορίσει τις θέσεις των δύο φύλων και την απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών.
Στην Καππαδοκία υπάρχουν αντικριστοί χοροί, όπου τα ζευγάρια μπορεί να είναι αμιγή ή μικτά. Σε ορισμένους από αυτούς, δίνεται η δυνατότητα στους χορευτές να εκφράζονται ατομικά. Επίσης, χοροί πορείας όπου οι χορευτές πιάνονται κατά ιδιόμορφο τρόπο μεταξύ τους, ίσως για να μη χαλάει το χορευτικό σχήμα. Σε αυτούς ο κορυφαίος είναι ο γεροντότερος ή ο πιο λεβέντης, που τους καθοδηγεί στην πορεία που ακολουθούν. Άλλοι χοροί είναι αυτοί που χορεύουν μόνο γυναίκες με μαντίλια στα χέρια και το χαρακτηριστικό τους είναι ο αργός ρυθμός και το κύλισμα που γίνεται με το δεξί πόδι να προηγείται. Υπάρχουν ακόμη χοροί που γίνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του γάμου που χαρακτηρίζονται ως της νύφης ή του γαμπρού. Είναι χοροί εθιμοτυπικοί και δείχνουν τον αποχαιρετισμό της νύφης από το πατρικό της σπίτι, την υποδοχή της στο σπίτι του γαμπρού και τη θέση της μέσα στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Τέλος, υπάρχουν οι Ζεϊμπέκικοι χοροί και οι Καρσιλαμάδες.
Τα ονόματα των χορών είναι επηρεασμένα από τα χορευτικά σχήματα, από τα αντικείμενα που κρατούσαν και χρησιμοποιούσαν στο χορό, από τον τρόπο που ήταν πιασμένοι οι χορευτές, από τον τόπο που τελούνταν και από το χρόνο. Πολλοί χοροί πήραν το όνομά τους από τον Άγιο προς τιμή του οποίου χορευόταν.
Σε ορισμένους καππαδοκικούς χορούς, δίνεται η δυνατότητα στους επαγγελματίες χορευτές και στα παιδιά να χρησιμοποιήσουν διάφορα αντικείμενα στα χέρια τους, όπως κουτάλια και μαντήλια. Το χτύπημα των κουταλιών με τα χέρια, όπως περιγράφεται στο χορό των κουταλιών, γνωστό ως Κόνιαλι, σε διάφορα ρυθμικά σχήματα και η ταυτόχρονη εκτέλεση των βημάτων του χορού, απαιτούν, λόγω των ασύμμετρων κινήσεων που γίνονται αναφορικά με τα πάνω και κάτω άκρα αλλά και των ετερόπλευρων κινήσεων των δύο ημιμορίων του σώματος(δεξιού και αριστερού), πολύ καλό συντονισμό στις κινήσεις των μελών του σώματος στο χώρο.
Χορός των κουταλιών-Κόνιαλι
Είναι αντικριστός χορός, που χορευόταν σ' ολόκληρη την Καππαδοκία και που χορεύεται ακόμη και σήμερα από όλους τους πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς και γι’ αυτό μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως «πανκαππαδοκικό» χορό. Παλιά χορευόταν μόνο από ζευγάρια γυναικών ή ανδρών ή από παντρεμένα ανδρόγυνα. Σήμερα χορεύεται περισσότερο μικτός. Ο ρυθμός του είναι πιο αργός όταν χορεύεται μόνο από γυναίκες, που κινούν τα χέρια δεξιά-αριστερά συγχρόνως με τα βήματα. Αντίθετα τα ζευγάρια των ανδρών κινούνται πιο γρήγορα με πιο έντονα βήματα.
Ο χορός αποτελείται από έξι (6) βήματα και αυτά ολοκληρώνονται σε δύο(2) μουσικά μέτρα. Το μουσικό μέτρο είναι 2/4. Το χορό συνοδεύουν το ντέφι, το βιολί και το ούτι. Τα τέσσερα(4) ξύλινα κουτάλια βγάζουν έναν καταπληκτικό ήχο όταν χτυπάνε μεταξύ τους ανά δύο στο κάθε χέρι του χορευτή. Το ένα κουτάλι τοποθετείται μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρα και το άλλα μεταξύ του μέσου και του παράμεσου, έτσι ώστε να έρχονται σε επαφή τα κυρτά μέρη τους. Υπήρχαν και υπάρχουν διαφορετικά κτυπήματα, δηλαδή διαφορετικά ρυθμικά σχήματα ανάλογα με το τραγούδι που συνοδεύει το χορό. Τα κουτάλια ήταν τριών ειδών: α) Τα «ταχταδιώνας» (σανιδένια) με ζωγραφισμένα λουλούδια στο κοίλο μέρος και δίστιχα στην τουρκική γλώσσα στη λαβή, που τα έφτιαχναν στο Ικόνιο και στη Σίλλη. β) Τα «σιδερώνας» (μεταλλικά) τα κοινά κουτάλια που χρησιμοποιούσαν στο φαγητό καθημερινά, που τα προμηθευόταν από την Κων/πολη και γ) Τα «κοκάλινα» που ερχόταν και αυτά από την Κων/πολη.
Ο χορός των κουταλιών χορευόταν και σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας όπως στην Κιουτάχεια και στη Σμύρνη, αλλά σ' αυτές τις περιοχές το κτύπημα των κουταλιών γινόταν με τα χέρια να βρίσκονται πάνω από το κεφάλι και τη λεκάνη να λικνίζεται αριστερά-δεξιά.
ΜΙΣΤΙ-ΤΣΑΡΙΚΛΙ
1. Σουρουντίνα
Χόρευαν χωριστά οι γυναίκες από τους άνδρες σ' αυτό το χορό, με λαβή των χεριών σταυρωτά. Ο κορυφαίος ήταν άνδρας, ακόμη και στον κύκλο των γυναικών και την ώρα που χόρευε κουνούσε ένα μαντίλι. Στην αρχή ο χορός ξεκινούσε σε κύκλο, αργότερα χαλούσε ο κύκλος και ίσιωνε η χορευτική ομάδα, μέχρι που ο ένας χορευτής χόρευε πίσω από τον άλλο. Ο ρυθμός ήταν στην αρχή αργός, όσο κρατούσε ο κύκλος, αργότερα γρηγορότερος και κάποια στιγμή οι γυναίκες προχωρούσαν αντίθετα, δηλαδή με πλάτη προς τη φορά του κύκλου, προς την πορεία του σχήματος. Στη συνέχεια ο χορός γινόταν όλο και γρηγορότερος με αποτέλεσμα μερικές γυναίκες να εγκαταλείπουν τη χορευτική ομάδα κουρασμένες. Το μουσικό του μέτρο είναι 2/4.
Οι Μιστιώτες υποστηρίζουν ότι μόνο στο Μιστί και στο Σεμέντρε χορευόταν ο χορός, εξαιτίας κάποιου γεγονότος που φαίνεται ότι αναπαριστά, την αρπαγή κάποιας κοπέλας από τους Τούρκους. Το τραγούδι σώθηκε στη τούρκικη γλώσσα και σε ελεύθερη μετάφραση είναι «Πήγαν στ' αμπέλια του Αντιβάλ»
Ο Γ. Κόκκινος περιλαμβάνει στο βιβλίο του «Ελληνικοί χοροί» το χορό Σουρουντίνα. Ο χορός πήρε το όνομα του από το σύρσιμο των ποδιών. Είναι μικτός κυκλικός χορός, με σταυρωτή λαβή που χορευόταν σ' όλη την Καππαδοκία. Τα βήματα του χορού είναι έξι και η φράση ολοκληρώνεται σε δύο μουσικά μέτρα. Ο χορός αποτελείται από δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο, που εναλλάσσονται. Τέλος, ο χορός αρχίζει με το αριστερό πόδι.
2.Στρογγϋλός
Χορεύεται από πρόσφυγες από το Μιστί, στο Αγιονέρι θεσ/νίκης. Είναι ανδρικός κυκλικός χορός, με λαβή των χεριών από τις παλάμες κάτω. Στην αρχή χορεύεται σε ανοικτό κύκλο χωρίς να κτυπούν τα πόδια. Όταν ο κύκλος κλείσει, οι χορευτές κάθε 4ο και 6ο βήμα σκύβουν τα κεφάλια κάτω και κτυπούν δυνατά τα πόδια. Τα βήματα του χορού είναι έξι και η φράση ολοκληρώνεται σε 3 μουσικά μέτρα. Το μουσικό μέτρο 2/4.
ΣΙΝΑΣΟΣ
1. Άγιος Ιωάννης
Χορευόταν στη Σινασό, την ημέρα του Αη- Γιάννη, με το τραγούδι «κάτω στον Αη- Γιάννη». Περισσότερα στοιχεία για το χορό δεν καταγράφονται.
2. Αποχαιρετισμός- Μέγα Πάσχα
Την Κυριακή του Θωμά οι γυναίκες που οι σύζυγοι τους έλειπαν στα ξένα χόρευαν κυκλικούς χορούς του Πάσχα και έκλειναν το χορό με αυτό το τραγούδι της Άνοιξης «Μάνα ήρτεν γ) άνοιξη το γέρμο καλοκαίρι... .Ήρτεν ο καιρός που πρέπ' να χωριστούμεν, ν'απομακρυνθούμ', ίρτεν ο καιρός, θα παν οι βρωμισμένοι και βαρετοί, θα 'ρτουν οι μυρισμένοι και ποθητοί. Ώρα σας καλή».
ΦΑΡΑΣΑ
1. Σεήτα-τα
Υπάρχει ομώνυμο τραγούδι με το οποίο χορεύεται ο χορός. Ο χορός παλιά χορευόταν μόνο από παντρεμένες γυναίκες στους γάμους, οι οποίες σχημάτιζαν ζευγάρια ή ομάδες η μια απέναντι στην άλλη. Το κεφάλι σκεπαζόταν με μαντίλι και μόνο τα μάτια ήταν ακάλυπτα. Κατά την παράδοση το Γιολάχι φαράγγι, νότια της Βαρασού, αποτελούσε τη δίοδο για τον κάτω κόσμο κι αυτό ενισχύεται με το παλιό τραγούδι, που κατά ένα έθιμο πολύ παλιό, χόρευαν αντικριστά στους γάμους δυο παντρεμένες γυναίκες με κινήσεις τρεμάμενες, μιμητικές του χαιρετισμού- αποχαιρετισμού και άλλαζαν ρυθμικά τις θέσεις. Έτσι, θεωρούν ότι ο χορός παριστάνει τη συνάντηση της Θεάς Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. Το μουσικό μέτρο του χορού είναι 2/4.
Τα λόγια του τραγουδιού είναι:
«Σεήτα-τα, σεήτα-τα,
σο μέγον το ρουσί,
να μη ’πεσώσετε, ’πνώσετε,
σου Χούναρη το σπήλο»
Δηλαδή: «Σύρε την, σύρε την
στο μεγάλο βουνό κι αν δεν φτάσετε κοιμηθείτε
στου Χούναρη τη σπηλιά».
2. Ωνημά
Είναι ένας χορός μυστικιστικός και πολύ διστακτικά, μίλησαν μόνο δύο άνθρωποι γι' αυτό. Δεν έχουν σωθεί ούτε τα λόγια από το τραγούδι. Λέγεται ότι ένα κορίτσι σε ηλικία γάμου φώναζε απελπισμένα στη μάνα της που έψαχνε να παντρευτεί: «Ω μάνα γιατί το έκανες αυτό, γιατί με ρεζίλεψες...».
Ήταν αντικριστός χορός που χόρευαν μόνο γυναίκες και κάποια στιγμή άλλαζαν μέτωπο. Χτυπούσαν με τις παλάμες τους μηρούς, μετά δύο φορές παλαμάκια και στο τέλος άνοιγαν τα χέρια στο πλάι γέρνοντας τον κορμό αριστερά- δεξιά με τεντωμένα πόδια.
ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
1. Αλώνια-Χαρμάν Γερί
Σ’ αυτό το χορό χόρευαν μόνο άνδρες σε κύκλο και με λαβή των χεριών σταυρωτά. Σήμερα χορεύεται από άνδρες και γυναίκες με διάταξη διαδοχική. Υπάρχουν δύο χορευτικές σειρές στα μέλη των οποίων πρέπει να υπάρχει ένας καλός τραγουδιστής. Ο χορός ξεκινάει προς τη φορά του κύκλου με αριστερό πόδι και το δεξί να ακολουθεί. Όταν κάποιος φωνάξει «πίσω», τότε οι χορευτές πηγαίνουν αντίθετα προς τη φορά, με αριστερό πόδι προς τα αριστερά αυτή τη φορά και το δεξί να ακολουθεί. Παλιά χορευόταν στα αλώνια και με τον τρόπο αυτό πατούσαν την παραγωγή τους. Τα λόγια του τραγουδιού είναι σχετικά «Το αλώνι είναι υγρό, πάτα σιγά...». Το μουσικό του μέτρο είναι 2/4.
2. Κάλε-Κάστρο
Ήταν κυκλικός χορός και τον χόρευαν άνδρες και γυναίκες όπως χορεύεται και σήμερα από πρόσφυγες της περιοχής Καισαρείας στους Ασκητές Ροδόπης. Τα βήματα του χορού πάνε στα τρία, με τα χέρια να κινούνται ιδιόμορφα πάνω κάτω. Στο ένα λυγίζουν στους αγκώνες, στο δυο ανεβαίνουν και στο τρία έρχονται στην αρχική θέση.
3.Χορός των μαχαιριών
Χορευόταν από δύο νέους, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, οι οποίοι κρατούσαν μαχαίρια. Ακολουθώντας τη μουσική πηδούσαν με λυγισμένα γόνατα και συνέκρουαν τα μαχαίρια ως μαχόμενοι πολεμιστές. Χορεύεται και σε άλλα μέρη της Καππαδοκίας.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Του τατά μας το χουνέρι.
( Αφσάρι )
Σο χωρίο μας ήτουν α καμπά νταής πολύ αζγούνι νομάτ, λέγκαντα dελή Μποτός.
Dάιμα σηκούτουν την εβίτσα μαργαώγκεν μο τη ‘ναίκα του, κουπανίσκεν dα μο το κανάβι τζαι τε στέρου πασλατίσκην μο τη ‘ράδα να κοπανίζει τα τσοτσούχα του.
Α ημέρα πάγασην σο μύο μο το γαϊρίδι δύο ντάγια κοτσί να λέσει τεϊ. Πήρην ντάμα του τζαι τ’ ένα του γιο, το Γιουβάνη. Ατζεί σο μύο ήσαντε πουά χωρώτοι τζαι στα πομεινά τα χωρία, bεκλετίσκαν την ‘ράδα τουν να λέσουν το κοτσί. Το μέτρου ο καμπά νταής έβγκην τε μπρο να λέσει τεϊ. Τα πομεινά οι χωρώτοι πήραν dα σα σέρα, κουπάνσαν dα πάτα κιούτα, πήκαν dα τελέφι κόνσαν dα σου μυού τον dερέ.
Υρίστην ο νομάτ σο σπίτι πηρ μη ‘λέσει το κοτσί. Η ‘ναίκα του η Ποτοσού ‘ρώτσεν το γιο τ’ ς: «Γιουβάνη ογλούμ, τιτί τζο λέσιτι το κοτσί;» «Ω νιμά», είπεν τι το φσάχι κι, «άλεϊ μεις αδέ τρομάζουμε τζαι φοβούμεστε σ΄ τον dατά μας. Ατζεί σο μύο κανείς σο βιλί του τσο παίρει τα*.
Δώκαν τα α ζόρι ζοπάς, πήκαν dα τελέφι τζαι κόνσαν dα σου μυού τον dερέ. Τε στέρου πιέσαν dα δύο νομάτοι, ήφαράν dα, κόνσαν dα σο γαϊρίδι πάνου τζαι είπαν τι με, ‘εσέογλου εσέκ, πάγαστα σ’ η μάσου τον dατά σου’, ιστέ ήφαρά τα!»
*Αυτή η πρόταση δεν μπορεί να αποδοθεί στην καθομιλουμένη.
Ερμηνεία.
Η περιπέτεια του πατέρα μας.
Στο χωριό μας ήταν ένας καμπά νταής πολύ κακός άνθρωπος, τον έλεγαν Τρελό Πρόδρομο.
Πάντα σηκωνόταν το πρωί, μάλωνε με τη γυναίκα του, την χτυπούσε με το καννάβι και ύστερα άρχιζε με τη σειρά να κοπανάει τα παιδιά του.
Μια μέρα πήγε με το γάιδαρο στο μύλο για να αλέσει δυο σακιά σιτάρι. Πήρε μαζί του και ένα του παιδί, το Γιάννη. Εκεί στο μύλο ήταν πολλοί χωρικοί και από τα γειτονικά χωριά που περίμεναν τη σειρά τους να αλέσουν το σιτάρι. Ο δικός μας ο ψευτοπαλικαράς πήγε μπροστά για να αλέσει πρώτος. Οι άλλοι χωρικοί τον περιέλαβαν, τον έδειραν, πάνω χέρι κάτω χέρι και τον έριξαν στο ρέμα του μύλου λιώμα.
Γύρισε ο άνθρωπος στο σπίτι πριν αλέσει το σιτάρι. Η γυναίκα, η Προδρομίνα, ρώτησε το γιο της: «Αγόρι μου Γιαννάκη, γιατί δεν αλέστηκε το σιτάρι;» «Μανούλα μου», είπε το αγόρι, «τον πατέρα μας μόνο εμείς τον φοβόμαστε και τρομάζουμε. Εκεί στο μύλο κανείς δεν τον λογαριάζει. Του έδωσαν ένα βρωμόξυλο, τον λιάνισαν και τον πέταξαν στο ρέμα του μύλου. Πιο ύστερα, τον έπιασαν δυο άνθρωποι, τον έφεραν, τον πέταξαν πάνω στο γάιδαρο και μου είπαν: ΄γαϊδουρογάιδαρε, πήγαινε τον πατέρα σου στη μάνα σου΄, ιδού τον έφερα!»
Αφηγητής: Λευτέρης Σκεντερίδης από το Αφσάρι. Οι γονείς του ήλθαν από την Καισάρεια, καταγόμενοι από την Αλεξανδρέτα.Συνέντευξη, Πλατύ 1953.
Αβτζής τζαι το πουλπούλι.
Πην αβτζής σο ρουσί να σύρει τζαι να φέρει ορτύτζε τζαι αγοί. Λιέγουσιν τζαι γιαναστέσην σ’ ε στσιάιδι να πάρει αν ύπνος τεϊ. Με σόν ύπνο του πέσου νεκρώστην αν πολύ γλυτζή λαλία νος πουλίου.
Σηκώθην, ήγρεψε κι, σο τάλι πάνου ένι αν πουλπούλι του λαλεί ζόρε. Ατέ τη μία πην σο σπίτι, πήρην αν καπάνι τζ΄ήρτε, πιέσε το πουλπούλι αρό. Κάτζηψην τζαι είπεν το πουλπούλι μο ινσανού γώσσα: «Πού με παγαίνεις μένα, πά με ποικ;» «Α σα θέκω σ΄ε καφέσι πέσου», είπεν τι ο νομάτ, “τάιμα να κούω τα τραγώδε σου». «Ερ να με θέκ σο χαπίσι», είπεν τι το πουλπούλι, «γω γάτιεν τζο τραγωδώ». «Οϊλέ ισέ», είπεν τι ο νομάτ, «α σα ψήσω τζαι α ποίκω α ζόρι φάεμα». «Να με ψήσεις ση θράκα το κρες μου ίνεται σερτι τσο μασιέται, να με βρας, α ‘ινώ τελέφι χα ‘πομείνει άλεϊ το πόστι μου. Άφτζε με τζαι γω α σα δώκω αν αχιλλούς κατσί», είπεν τι το πουλπούλι.
Ο νομάτ φήτζεν το πουλπούλι τζ΄ τζείνο πέττασεν πα σ΄ε ψεό τάλι. Απη τζεί είπεν τι το πουλί: «Χέρκες σου λε τα κατζία τι μου κρους».
Τε στέρου είπεν τι: «Ε ατάμογλου, είσες σα σέρα σου το ιχπάλι σου με έχασές τα. Σο μον την τζοιλία ήτουν αν ελμάς αμόν το γιουμπρούχι σου, αρέτσα έχασές τα». Ο νομάτ ενότουν πισμάνι του φήτζεν το πουλπούλι. Πασλάτσιν να τσιρπαλατίζει: «Βάι, βάι έχασα το ιχπάλι μου», τεϊ. Το πουλπούλι στο τάλι πάνου λέ τι κι: «Ατάμογλου, σα είπα κι, χερκές σου λε τα κατσία τι μου κρους. Γω σο γιουμπρούχι σου πέσου να μπω τσο φτάνω τα ντα πλερώσω, σο γιουμπρούχι σου κατάρ ελμάς τούς α χωρέσει σ΄ ην τζοιλία μου;»
Ερμηνεία.
Ο κυνηγός και το αηδόνι.
Πήγε ο κυνηγός στο βουνό να τουφεκίσει και να φέρει ορτύκια και λαγούς. Κουράστηκε και ξάπλωσε σε μια σκιά να πάρει ένα υπνάκο. Μα μέσα στον ύπνο του άκουσε ένα πολύ γλυκό κελάδημα πουλιού. Σηκώθηκε, κοίταξε γύρω του, πάνω στο κλαδί είδε ένα αηδόνι που λαλεί θαυμάσια.
Πήγε στο σπίτι του αμέσως και πήρε μια παγίδα, ήλθε και έπιασε το πουλί ζωντανό. Μίλησε το αηδόνι και είπε με ανθρωπινή φωνή, «Πού με πηγαίνεις εμένα, τι θα με κάνεις;» «Θα σε βάλω μέσα σε ένα κλουβί για να ακούω πάντοτε τα τραγούδια σου!» λέει ο άνθρωπος. «Αν με φυλακίσεις,» λέει το αηδόνι, «εγώ ποτέ δεν τραγουδώ». «Αν είναι έτσι,» είπε ο άνθρωπος, «θα σε ψήσω και θα κάνω ένα θαυμάσιο γεύμα». «Αν με ψήσεις στη θράκα,» λέει το αηδόνι, «το κρέας μου γίνεται σέρτικο δε μασιέται, αν με βράσεις, θα λιώσω, θ΄ απομείνει μόνο το πετσί μου. Άφησέ με, κι εγώ θα σου δώσω μια σοφή συμβουλή».
Ο άνθρωπος άφησε το αηδόνι κι εκείνο πέταξε πάνω σ΄ ένα ψηλό κλαδί. Από εκεί πάνω είπε το πουλί:
«Μη δίνεις πίστη στα λόγια που σου λέει ο καθένας».
Πιο ύστερα είπε: «Ε ανθρωπάκο, είχες στα χέρια σου την τύχη σου και την έχασες. Στην κοιλιά μου ήταν ένα διαμάντι σαν τη γροθιά σου, τώρα το έχασες». Ο άνθρωπος μετάνιωσε που άφησε το αηδόνι. Άρχισε να σπαράζει: «Βάι, βάι, έχασα την τύχη μου!» Το αηδόνι πάνω από το κλαδί του λέει: «Ε ανθρωπάκο, σου είπα, μη δίνεις πίστη στα λόγια του καθενός. Εγώ και να μπω μέσα στη φούχτα σου δε φτάνω να τη γεμίσω. Πώς μπορεί να χωρέσει στην κοιλιά μου διαμάντι ίσα με τη γροθιά σου;»
Διήγηση: Μία γιαγιά από το Καρσαντί στο Πλατύ, 1956.
Του Βασιλό τα φσάχα τζ’ οι Ντιλπέρτσες.
Σον παλό τον ταρό ήτουν α βασιλός τζ΄ είσεν τρία γιοί.
Σ’ η βασιλεία του πέσου κορίτσε σα παλικάρα του γκιορέ τζο βρισκούσαντε. Α ημέρα, τα φσάχα ποίκαν το κατζί, να υπάν’ σ’ εν άβου χώρας τόπος να ‘ναύρουν νυφάδες. Γαλίτζεψαν τ’ άβγα τουν, τζ’ έβκαν ση στράτα.
Πηάγαν, πηάγαν, δέβαν ρουσία τζαι χαΐτζοι, τζ’ ήρταν ‘σ εν πεγάιδι η ράστα. Ατζεί χωριζούσαντε τρία στράτες. Τό ινα η στράτα λένκεν ‘τι: «Α υπάς τζαι α ‘υριστείς ξοπίσου». Το δεύτερο η στράτα πάλι είπεν dα αβούτσι. Το τρίτον η στράτα λέγκεν ‘τι κι: «Α υπάς για, τζ’ α ‘υριστείς ξοπίσω!»
Το μέγο τουν αδεφός έμπη σο πρώτον τη στράτα, ‘σ μέσης τουν έμπην σο δεύτερο τη στράτα τζαι το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτον τη στράτα. Πίρ μη μπούν σις στράτες, έθακαν τα δαχτυλίδε τουν σ’ ε θάλιν πουκάτου, τζ΄είπαν ‘τι: «Ότις ‘α προμπήσει, ‘α φυάξει αδού ΄ς ως του να νάρτουν τζαι τα πεμεινά μας». Πήραν τζαι μασία.
Τα πρωτινά τουν τα δύο γιοι, πηάγαν λέικο σ΄η στράτα, τζ’ ‘υρίσταν ξοπίσω σο πεγάιδι.
Το μιτσίκκο τουν πάλι πήρεν τη στράτα μπρο του τζαι πααίνει. ‘Σ τ’ εν ταρός ‘στέρου θωρεί ‘τι κι, γνέντα του ένι αν κάπνη τζαι απή τζει ήρτεν αν τσίκνα σο μυτήν του. Πήεν να ‘υρέψει ψωμί να φα. Έμπην σο σπίτιν πέσου τζαι θωρεί ‘τι κι!
Ένι α Μαρκάλτσα, είσεν το φούρνον απμένον τζαι φρουκαλένκεν τα μο τα βυζία τ’ς! Το φσάχι μα στάθην, χεμέν πήρεν αν τζαλούς τζ’ είπεν ‘τι ση Μαρκάλτσα, «Ω νημά! Μη φρουκαλέν’ μο τα βυζία σου, ’α καφτούνται! Φρουκάλ’ τα μο τον τζαλούς».
Η Μαρκάλτσα χάρην, τζ’ είπεν ‘τι: «‘Σ τ’ εμέν’ γιο μου, τούς καό ‘υρέβ’ να σε ποίκω;» Είπεν ‘τι τζαι το φσόκκο: «Συ σε μένα ‘π ‘α πορέζ’ να με ποικ;» Η Μαρκάλτσα ατέ τη μία έβκαλεν ‘πο πέσου σ’το ντουλάπι αν τσίκκιν, δώτζεν τα, τζ’ είπεν ‘τι κι: «Έπαρ’ τ’ ατέ το τσίκκι, τζαι ό,τι α ‘υρέβ ‘α σε τα ποίτζει!»
Το φσάχι ατότε πήρεν το τσίκκιν τζαι δέβην πήεν.
Πολύν παρπάτσεν, λαΐκον παρπάτσεν, ήρτεν σ’ ε Γαλάς ‘μπρο! Έκωσεν ‘ς ου να κώσει το Γαλάν, για πούτ’ α θύριν τζούβρεν να μπει πέσου!
Τε στέρου τσίριξεν τζαι νοίγ’ α θύρι. Αδού σο θύριν μπρο έβκην αν Ντιλπέρτσα. Σα τα είδεν, ατέ τη μία το φσάχι παΐντζεν. Το κορτζόκκο για τα χεμέν μο τις τζιράχτσες του, πήρεν το φσάχι, τζ’ έμπασέν τα πέσου. ‘Σ τ’ εν κούτι στέρου το φσάχι ήνοιξεν τα φτάλμε του τζ’ ήρτ’ ο νους του σο τσουφάλι του.
Το κορτζόκκο παλί ατότε ρώτσεν τα: «Έ φσάχι μου! Αδέ πάνου, ατζεινιά του πετάν τα πουλία πάλι τζο πορούν να νάρτουν. Με συ τούζ ήρτες;» Λε’ ‘τι τζαι το φσάχι κι: «Με μένα τίς χα με κρατήσει τζαι μη με φήτζει νά ‘ρτω αδέ;» Το κορτζόκκο δώτζην το τζεβάπι του: «Έ νομάτη, γω έχω αν Αράπ! Ατός μο τ’ άβγο του κάτα ημέρα ‘ξειά στο γεφύρι σο ποτάμι. Ερ συ να ΄υρέφ να ζήσεις πρέφτει σε, τε μπρο ν’ τα δόσ’ σο τζουφάλι του ν’ τα κρεμίσ’ σο ποτάμι, τζαι να γαλιτζέψεις τ΄άβγο του. Ερ να μη τα πασαρέψεις, σεν παλί ‘α σε φα, μεν πάλ΄ ‘α με φα!».
Ατέ τη μία το φσάχι μα στάθη. Πήρεν, ‘ς ου να γρεπ, το τσίκκιν dου, γαλίτσεψεν τ΄άβγο του, πήεν σο γεθύρι, τζαι φύαξεν ατζεί σ΄ώστου να νάρτ΄ Αράπ. Σα δώδεκα το σαχάτι, κατακρώτσεν ο ουρανός τζαι σείστην ο κόσμος! Τζαι θωρεί ‘τι κι ήρτεν αράπ σ΄ άβγον πάνου. Τζαι πίρ μη μπει σο ποτάμι, το φσάχι τάνισεν το τσίκκιν dου, σεμάδεψεν τζαι δότζεν dα σο τζουφάλιν dου, κρέμσην dα σο ποτάμι. Τζαι ‘ς ου να γρεπ, πέττασεν τζαι γαλίτζεψεν τ΄άβγο του Αράπη!
Τ΄ άβγ΄ ατότε σηκώθην, έβκην σον ουρανό, στέρου κατέβην σον κόσμον, λιέγωσεν τζαι είπεν ‘τι σο φσάχι: «Έπαρ ΄ς το βράδι μ΄ αν τσάρι, τζαι ΄ν ώρα να ’υρέπ τσούσ΄ τα, τζαι γω ‘χα να είμαι κοντά σου». Το φσάχι τάβρισεν αν τσάρι στο βράδι του, τζαι παλί γαλίτζεψεν τ’ άβγο του έμπην σ’ η στράτα να υπά σο κορίτζιν κοντά. Για ση στράτα, φοτές ‘υριζούτουν, ήρτεν σ΄εν άβου γαλάς μπρο, μα στάθη, δέβην πήε σο κορίτσι. Ρώτσεν τα, τζ΄ είπεν τι: «Ατζεινέ τ΄ άβου ο γαλάς πωτς ένι;» Είπεν ΄τι τζαι το κορτζόκκο: «Ατζεί ένι τ΄ άβου μου η ‘δεφή».
Το φσάχι μα στάθη. ‘Σ ατέ τη μία πήεν σε τ΄ άβου το γαλά, τσίριξεν τζαι ΄δού νοίγην τζαι τούτου το θύριν, φάνην μπρο του αν άβου Ντιλμπέρτσα. Τζας είδεν τζαι τούτηννας, παΐντσεν το φσάχι. Τζαι ΄δού χέμεν πήρεν τα τζαι τούτη πέσου, μο τις τζιράχτσες τ΄ς. Τζαι ‘σ ‘τ εν κούτι στρέρου σα τα ξύπνησεν το παλικάρι, ήνοιξε τα φτάλμε του, τζ’ ήρτε ο νους του σο τζουφάλιν του. Ρώτσεν τα τζαι τούτη τζ΄ είπεν ‘τι: «Ε φσάχι, συ αδέ τούς ήρτες, τούς τα πασάρεψες τζ΄ ήρτες; Αδέ του πετάν τα πουλία πάλι τζο πορούν να νάρτουν”. Λε’ ‘τι τζαι το φσάχι κι: «Με μένα τις χα με κρατήσει τζαι μη με φήτζει να νάρτω αδέ;» Το κορτζόκκο δώτζην το τζεβάπιν του: “Γω έχ΄ αν Αράπ μο τα δύο τζουφάλε. Ατός μο τ’ άβγο του κάτα ημέρα ‘ξειά στο γεφύρι σο ποτάμι. Ερ συ να ΄υρέφ να ζήσεις πρέφτει σε ν’ τα δόσ’ με τη μία σα δύο του τα τζουφάλε ν’ τα κρεμήσ’ ‘ς σο ποτάμι, τζαι να γαλιτζέψεις τ΄ άβγο του! Ερ να μη τα πασαρέψεις, τζαι ατός ερ να σε ναύρει, σεν΄ παλί ά σε φα, μέν πάλ΄ ά με φα».
‘Σ ου να γρεπ, πήρεν,το τσίκκιν του, γαλίτσεψεν τ΄ άβγο του, πήεν σο γεθύρι, τζαι φύαξεν ατζεί σ΄ ώστου να νάρτ΄ Αράπ. Τζαι πίρ μη μπει σο ποτάμι, το φσάχι τάνισεν το τσίκκιν του, σεμάδεψεν τζαι δότζεν τα σα δύο τζουφάλε του, κρέμσην τα σο ποτάμι. Τζαι ‘ς ου να γρεπ, πέττασεν τζαι γαλίτζεψεν τ΄άβγο του Αράπη! Τ΄ άβγ΄ ατότε σηκώθην, έβκην σον ουρανό, στέρου κατέβην σον κόσμον, λιέγωσεν τζαι είπεν ‘τι σο φσάχι: «Έπαρ ΄ς το βδάδι μ΄ αν τσάρι, τζαι ΄ν ώρα να ’υρέπ τσούσ΄ τα, τζαι γω ‘χα να είμαι κοντά σου». Τάβρισεν αν τσάρι στο βράδι ρου, πήρεν τζ’ ατό την Ντιλπέρτσα σ’ άβγο του πάνω, ΄υρίστη να υπά σ΄ άβο το κορτίτσι κοντά. Ση στράτα φοτές ‘υριζούτουν ήρτεν σ΄εν άβου γαλάς η ράστα.
Είπεν ‘τι το κορίτζι: «Αδού ένι τ΄ άβου μου η δεφή». Σου να γρεπ’ πάγασεν τζαι τούτινα σο πρωτινό το κορίτζι κοντά τζαι ΄υρίστη πίσω σο γαλά. Τζίριξεν το φσάχι σο Γαλά μπρο. ΄Νοίγη το θύρι, φάνη μπρο του αν Ντιλπέρτσα. Τζας τα είδεν παΐνσεν το φσάχι. Πήραν τα πέσου οι τσιράχτσες. Τζαι σ’ ‘τ εν κούτι στέρου, ήνοιξεν τα φτάλμε του το φσάχι, τζ’ ήρτεν ο νούς του σο τσουφάλι του. Τζ΄είπεν το κορτζόκκο: «Ε παλικάρι μου, συ αδέ τούς ήρτες, τούς τα πασάρεψες τζ΄ ήρτες; Αδέ του πετάν τα πουλία πάλι τζο πορούν να νάρτουν!» Λε’ ‘τι τζαι το φσάχι κι: «Με μένα τίς χα με κρατήσει τζαι μη με φήτζει να νάρτω αδέ;» «’Γω έχω αν Αράπ μο τα τρία τσουφάλε», είπεν τι το κορτζόκκο, «ατός μο τ’ άβγο του κάτα ημέρα ξειά στο γεφύρι σο ποτάμι. Ερ ντα δος με τε τσίκκι σα τρία του τσουφάλε, χα με παρ. Ερ να μη τα πασαρέψης, τζαι σένα χα σε φα, τζαι μένα χα με φα». Πην το φσάχι σο γεθύρι. Τζας είδεν τον αράπ σ΄άβγο πάνω, τάνισεν το τσίκκιν του δότσεν dα με τη μία σα τρία τσουφάλε του, κρέμσεν dα σο ποτάμι.
Γαλίτζεψεν τ΄άβγο του Αράπη. Τάβρησεν στο βράδι του αν τσάρι, πήρεν το κορτζόκκο σ’ αβγο του πάνω τζαι πην σα πρωτινά τα κορτζόκκα. Τσούριξεν τα τσάρε του πήρην στο πρωτινό τ’ άβγο τζαι στο δεύτερο άβγο τζαι στο τρίτο άβγο.
Ήρταν τα τρία τ΄άβγα, γαλίτσεψαν τα κορτζόκα, πήρεν τα τζαι πηάγαν ατζεί σο πεγάιδι. Ηύρεν τα δέλφα του, δέβασαν τ’ αλτουνώνα λαχτυλίδα σων κοριτσών τα σέρα σεμαδεύταν.
Ήρταν σο Σεράη του βασιλό.
Πήκαν γάμος οφτά ημέρες οφτά νυέχτες.
Έφαγαν, έπαν, έφτασαν σα μουράτε τουν.
Ερμηνεία.
Τα παιδιά του Βασιλιά και οι Πεντάμορφες.
Στον παλιό τον καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις γιους. Μέσα στο βασίλειό του, κορίτσια ταιριαστά με τα παλικάρια του δεν υπήρχαν. Μια μέρα τα αγόρια συμφώνησαν να πάνε σε τόπους μιας άλλης χώρας για να βρουν “ταιριαστές” νύφες. Καβάλησαν τα άλογά τους και βγήκαν στο δρόμο.
Πήγαν, πήγαν, πέρασαν βουνά και λαγκάδια, κι έφτασαν μπροστά σ΄ ένα πηγάδι. Εκεί υπήρχε ένα τρίστρατο. Ο ένας δρόμος έλεγε: «Θα πας και θα γυρίσεις πίσω». Ο δεύτερος δρόμος έλεγε τα ίδια. Η τρίτη στράτα έλεγε: «Θα πας αλλά δε θα γυρίσεις πίσω».
Ο μεγάλος αδελφός μπήκε στην πρώτη στράτα, ο μεσαίος μπήκε στη δεύτερη στράτα. Κι ο πιο μικρός αδελφός μπήκε στην τρίτη στράτα. Πριν πάρουν τους δρόμους, έβαλαν τα δαχτυλίδια τους κάτω από ένα λιθάρι, κι είπαν: «Όποιος έλθει πρώτος θα παραφυλάξει εδώ, ώσπου να έλθουν και οι άλλοι». Πήραν και όρκο!
Οι δυο πρώτοι γιοι, πήγαν για λίγο στο δρόμο και γύρισαν πίσω στο πηγάδι. Ο πιο μικρός λοιπόν πήρε τη στράτα μπρος του και πηγαίνει. Ύστερα από λίγο καιρό βλέπει απέναντι μια καπνοδόχο από όπου του ήρθε τσίκνα στη μύτη. Πήγε να γυρέψει ψωμί να φάει. Μπαίνει μέσα στο σπίτι και τί να δει! Μια Δράκαινα είχε το φούρνο αναμμένο και σκούπιζε τη θράκα με τα βυζιά της! Το αγόρι δε χάνει καιρό, αμέσως παίρνει ένα φροκάλι: «Μητερούλα», της λέει, «μή σκουπίζεις με τα μαστάρια σου, θα καούν. Σκούπισε με τα φρύγανα».
Η Δράκαινα τότε χάρηκε! Και του λέει: «Από μένα αγόρι μου, τί καλό θέλεις να σου κάμω;» Είπε και το παλικάρι: «Εσύ σε μένα τί καλό μπορείς να μου κάνεις». Η Δράκαινα, με μιας έβγαλε από το ντουλάπι ένα τόξο, του το έδωσε και είπε: «Πάρε αυτό το τόξο με τα βέλη. Και στην ανάγκη, ό,τι να του ζητήσεις θα σου το κάμει». Το αγόρι πήρε το τόξο προσπέρασε και έφυγε.
Πολύ περπάτησε, λίγο περπάτησε, έφτασε σε ένα κάστρο μπροστά. Έκλωσε γύρω από το κάστρο, μα δε βρήκε πόρτα να μπει μέσα. Στο τέλος τσίριξε και άνοιξε μια πόρτα. Μπροστά στο κεφαλόσκαλο παρουσιάστηκε μια πεντάμορφη. Σαν την είδε ξαφνικά, το παλικάρι λιποθύμησε. Η κοπέλα με τις δούλες της πήραν το μουσαφίρη το έμπασαν μέσα. Ύστερα από λίγο το αγόρι άνοιξε τα μάτια του και ήλθε στα συγκαλά του.
Το κορίτσι λοιπόν τότε ρώτησε: «Παλικάρι μου, εδώ ακόμη κι εκείνα τα πετούμενα πουλιά δεν μπορούν να φτάσουν. Εσύ πώς τα κατάφερες και ήλθες;» Λέει και το παλικάρι: «Μα μένα ποιος θα μπορούσε να με κρατήσει και να μη με αφήσει να έλθω εδώ». Αμέσως το κορίτσι έδωσε απάντηση: «Βρε άνθρωπε, εγώ έχω ένα Αράπη. Αυτός με το άλογό του κάθε μέρα πέφτει από το γεφύρι στο ποτάμι. Αν εσύ θέλεις να ζήσεις, σου πρέπει να τον βαρέσεις στο κεφάλι να τον γκρεμίσεις στο ποτάμι και να καβαλήσεις το άλογό του. Αν δεν τα καταφέρεις, κι εσένα λοιπόν θα σε φάει, κι εμένα πάλι θα με φάει».
Με μιας το παλικάρι δεν κοντοστάθηκε. Πήρε αμέσως το τόξο του, καβάλησε το άλογό και πήγε στο γεφύρι. Φύλαξε εκεί ώσπου να έλθει ο Αράπης. Στις δώδεκα η ώρα, βρόντηξε ο ουρανός και σείστηκε ο κόσμος! Και θωρεί πως ήλθε ο Αράπης πάνω στο άλογο. Και πριν μπει στο ποτάμι, το παλικάρι τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε και τον χτύπησε στο κεφάλι του, τον γκρέμισε στο ποτάμι. Κι’ ώσπου να δεις, πήδηξε και καβάλησε το άλογο του Αράπη!
Το άλογο τότε σηκώθηκε, πέταξε στον ουρανό, ύστερα κατέβηκε στη γη, κουράστηκε και είπε στο αγόρι: «Πάρε από την ουρά μου μια τρίχα, και όποτε με χρειαστείς, να την τσουρουφλίσεις. Κι εγώ θα είμαι κοντά σου». Και το παλικάρι πήρε μια τρίχα από την ουρά, καβάλησε το άλογό του και πήρε δρόμο να πάει κοντά στο κορίτσι. Όμως, καθώς γύριζε στο δρόμο, βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο, μα δε στάθηκε, πέρασε και πήγε στο κορίτσι. Ρώτησε την κοπέλα: «Εκείνο το άλλο κάστρο τί είναι» Είπε και το κορίτσι: «Εκεί είναι η άλλη μου αδελφή».
Το παλικάρι δε στάθηκε. Με μιας πήγε στο άλλο κάστρο, τσίριξε και αμέσως άνοιξε και αυτού η θύρα. Φάνηκε μπροστά του μια άλλη Καλλονή. Καθώς είδε την κόρη, λιποθύμησε το αγόρι. Κι εκείνη, αμέσως με τις δούλες της τον πήραν μέσα. Κι ύστερα από λίγο ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια του κι ήλθε στα συγκαλά του. Ρώτησε η κοπέλα: «Βρε παλικάρι μου, εσύ πώς έφτασες εδώ; Πώς τα κατάφερες και ήλθες; Εδώ και τα πουλιά που πετούν πάλι δεν μπορούν να έλθουν». Λέει και το παλικάρι: «Μα μένα ποιος θα με κρατήσει και να μη μ’ αφήσει να έλθω εδώ;» Απάντησε το κορίτσι: «Εγώ έχω ένα Αράπη με δυο κεφάλια. Αυτός με το άλογό του κάθε μέρα, έρχεται τα μεσάνυχτα και πέφτει από το γεφύρι στο ποτάμι. Αν εσύ θέλεις να ζήσεις, σου πρέπει να τον χτυπήσεις με τη μία στα δυο του κεφάλια και να τον γκρεμίσεις στο ποτάμι και να καβαλήσεις το άλογό του! Αν δεν τα καταφέρεις κι αν αυτός σε βρει, εσένα λοιπόν θα σε φάει, κι εμένα πάλι θα με φάει».
Ώσπου να δεις, το αγόρι πήρε το τόξο του, καβάλησε το άλογό του και πήγε στο γεφύρι να φυλάξει εκεί ώσπου να έλθει τα μεσάνυχτα ο Αράπης.
Ο αράπης πριν μπει στο ποτάμι, το αγόρι τέντωσε το τόξο του, τον σημάδεψε, με μια σαϊτιά τον χτύπησε στα δυο του κεφάλια, τον έριξε στο ποτάμι. Και ως που να δεις, πήδηξε και καβάλησε στο άλογο του Αράπη! Το άλογο τότε σηκώθηκε, βγήκε στον ουρανό, ύστερα κατέβηκε στη γη, κουράστηκε και είπε στο αγόρι: «Πάρε από την ουρά μου μια τρίχα, και όποτε χρειαστείς, να την τσουρουφλίσεις. Κι εγώ θα είμαι κοντά σου».
Πήρε μια τρίχα από την ουρά του αλόγου, γύρισε και πήρε το κορίτσι μαζί του στο άλογο καβάλα. Στο δρόμο καθώς γύριζε, βρέθηκε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο.
Είπε το κορίτσι: «Εδώ είναι η άλλη μου αδελφή». Ώσπου να δεις, πήγε την κόρη στο προηγούμενο κορίτσι κοντά και γύρισε πίσω στο κάστρο. Τσίριξε το παλικάρι μπροστά στο κάστρο. Άνοιξε η πόρτα, φάνηκε μπροστά του μία Καλλονή. Μόλις την είδε, λιποθύμησε το παλικάρι. Τον πήραν μέσα οι δούλες. Και ύστερα από λίγο, άνοιξε τα μάτια του και ήλθε στα συγκαλά του. Είπε το κορίτσι: «Βρε παλικάρι μου, εσύ πώς έφτασες εδώ; Πώς τα κατάφερες και ήλθες; Εδώ και τα πουλιά που πετούν πάλι δεν μπορούν να έλθουν». Λέει και το παλικάρι: «Μα μένα ποιος θα με κρατήσει και να μη μ’ αφήσει να έλθω εδώ». Είπε και το κορίτσι: «Εγώ έχω ένα Αράπη με τρία κεφάλια. Αυτός με το άλογό του κάθε μέρα πέφτει από το γεφύρι στο ποτάμι. Αν τον χτυπήσεις με μια σαϊτιά στα τρία κεφάλια, θα με πάρεις. Αν δεν τον πετύχεις, κι εσένα θα σε φάει, κι εμένα θα με φάει!» Πήγε το αγόρι στο γεφύρι. Μόλις είδε τον Αράπη πάνω στο άλογο, τέντωσε το τόξο του, έριξε μια σαϊτιά, τον χτύπησε στα τρία κεφάλια του και τον γκρέμισε στο ποτάμι. Καβάλησε το άλογο του Αράπη. Τράβηξε μια τρίχα από την ουρά του, πήρε και αυτό το κορίτσι στο άλογό του και πήγε στα άλλα κορίτσια.
Τσουρούφλισε τις τρίχες που πήρε από το πρώτο και δεύτερο και το τρίτο άλογο. Ήλθαν τα τρία άλογα, καβάλησαν τα κορίτσια, τα πήρε και πήγαν εκεί στο πηγάδι. Βρήκε τα αδέλφια του που τον περίμεναν, πέρασαν τα χρυσά δακτυλίδια στων κοριτσιών τα χέρια, αρραβωνιάστηκαν. Ήλθαν στο παλάτι του βασιλιά. Έκαμαν γάμο που κράτησε εφτά μέρες εφτά νύχτες.
Έφαγαν, ήπιαν, έφτασαν στην ευτυχία τους.
Αφηγήτρια: Η γιαγιά μου, Ευλαμπία, πρεσβυτέρα του παπά Μάρκου από το Σαττί Φαράσων. Συνέντευξη στο Πλατύ, 1950.