Καππαδοκία-Αξός
Η περιοχή της Κεντρικής Ανατολίας μεταξύ των πόλεων Ακσαράι, Νίγδη, Νεβσεχίρ και Καισάρεια ονομάζεται εδώ και 4.000 χρόνια Καππαδοκία. Πρώτος που μνημονεύει τη Καππαδοκία ήταν ο Ηρόδοτος. Οι κάτοικοί της, οι Καππαδόκες, πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ., αφού εκεί ήταν το κράτος των Χετταίων με πρωτεύουσα τη Χατούσα (σημ. Μπογκάζγκιοϊ) όπου βρέθηκαν και τα περισσότερα μνημεία.
Ο Ελληνισμός που άντεξε τόσες μάχες και κατακτητές και επιβίωσε όσο το δυνατόν αλώβητος, ξεριζώθηκε πριν από μόλις 90 χρόνια, με τις ανταλλαγές πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάνης. Μα υπάρχει ακόμη η μνήμη του κρυμμένη σε τούτα τα αλλόκοτα βράχια, καθώς όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, σ’ όποιο λαγούμι κι αν μπεις, μια αγιογραφία, μια επιγραφή, ένας σταυρός σκαλισμένος στο πέτρωμα φανερώνουν τους αιώνες που ετούτος ο τόπος αποτελούσε μια από τις πολλές ελληνικές πατρίδες.
Υπάρχει και κάτι άλλο που κάνει αυτή την περιοχή μοναδική στον κόσμο: η Καππαδοκία με την ύπαρξή της, μας διδάσκει την απόλυτη προσαρμοστικότητα του προβιομηχανικού ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Χωρίς αυθάδεια και έπαρση οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής μεταμόρφωσαν αυτό το γεωλογικό θαύμα σε σπίτια, εκκλησίες, κελιά και υποστατικά. Το αλλόκοτο και το ανοίκειο που βρήκαν, σκάβοντάς το σιγά σιγά με τη σμίλη τους, το κατέστησαν ιδανικό καταφύγιο.
«Η γη που τρέφει όμορφα άλογα», μια φράση η οποία στα αρχαία περσικά αποδίδεται με τον όρο «κατ-πατούκια» ονομάτισε την Καππαδοκία η οποία πριν γίνει ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και τέλος τουρκική, ήταν μια επαρχία ξακουστή για την ιπποτροφία της, στην επικράτεια των Χετταίων και των Μήδων.
Τον 1ο αι. μ.Χ. ο εξελληνισμός της περιοχής υπήρξε πλήρης δεδομένου ότι και οι εβραϊκές κοινότητες που ιδρύθηκαν εδώ ήταν ελληνόφωνες, γεγονός που επηρέασε καταλυτικά την αρχική εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Στη μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, την Καισάρεια, ιδρύθηκε η πρώτη μητρόπολη της νέας θρησκείας στη Μικρά Ασία. Κι εδώ διέπρεψαν με τον βίο και την πολιτεία τους άνδρες που πέρασαν στην ιστορία ως «Μεγάλοι Καππαδόκες Αγιοι», όπως οι ιεράρχες Λεόντιος και Ευσέβιος, ο Μέγας Βασίλειος και οι κορυφαίοι μυστικοί θεολόγοι της Ορθοδοξίας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Γρηγόριος ο Νύσσης. Σε όλο το βυζαντινό θέμα τότε, ιδρύθηκαν φιλανθρωπικά και ευαγή ιδρύματα, βιβλιοθήκες και μοναστήρια. Ταυτόχρονα οι αυτοκράτορες, εκτιμώντας την γεωστρατηγική θέση της περιοχής στην αντιμετώπιση πρώτα των Περσών και μετά των Αράβων, την κατέστησαν κέντρο στρατιωτικής εκπαίδευσης, έκτισαν κάστρα και μοίρασαν κτήματα στους περίφημους Ακρίτες του βυζαντινού ελληνισμού.
Μετά την ήττα του Ρωμανού Διογένη στο Μαντζικέρτ της Αρμενίας, τον 11ο αι. διείσδυσαν στην περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αλλά δεν παρέμειναν πολύ. Προτιμούσαν τις εύφορες πεδιάδες του Ικονίου για να ιδρύσουν το κράτος τους, το οποίο ενίοτε συμμαχούσε με τους Βυζαντινούς. Μόνο μετά τη συνθήκη της Λοζάνης αλλοιώθηκε οριστικά η πληθυσμιακή σύσταση της περιοχής, η οποία ανέκαθεν υπήρξε πολυφυλετική.
Μέχρι το 1924 η Καππαδοκία, εκτός από Τουρκομάνους επήλυδες, φιλοξενούσε πάρα πολλούς Ελληνες. Ακολουθούσαν οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και χριστιανοί Σύροι.
Μια αναλαμπή των ελληνικών κοινοτήτων που εκδηλώθηκε από τα μέσα του 19ου αι. χάρη στη δράση εθνικών ευεργετών όπως οι Θ. Ροδοκανάκης και Σ. Σιντόσογλου και ο μητροπολίτης Ευστάθιος, διακόπηκε βάναυσα από τους Νεότουρκους τον καιρό της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Σήμερα η Καππαδοκία κατοικείται από εκτουρκισμένους γηγενείς, Τούρκους, Κούρδους, Κιρκάσιους και Ρομά. Δεν ακούσαμε πουθενά τη λεγόμενη καππαδοκική διάλεκτο που συγγενεύει με τα ελληνικά του Πόντου. Η γεωλογική διαμόρφωση της Καππαδοκίας αποδίδεται στην έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην περιοχή πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια. Οπως οι συνομήλικές τους Αλπεις, έτσι και η οροσειρά του Ταύρου και του Αργαίου κάποτε ήταν ενεργά ηφαίστεια που έβγαζαν ατέλειωτους τόνους λάβας και μάγματος.
Οι ηφαιστειολόγοι έχουν εντοπίσει τους μεγαλύτερους σβησμένους πια κρατήρες σε κορυφές που σήμερα ονομάζονται Ερκίς, Ντεβελί, Μελεντίζ και Κετσιμποϊντουράν. Ο υψηλός βαθμός διάβρωσης που έδωσε σ’ αυτήν τη στέρφα γη το σημερινό σχήμα της, έχει να κάνει με τους ισχυρότατους ανέμους, τις βροχοπτώσεις και τη δράση ποταμών και χειμάρρων.
Αλλος ένας λόγος είναι η βαρυχειμωνιά και η μεγάλη διακύμανση της θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας που προκαλούσε απότομες συστολές και διαστολές στα πετρώματα.
Τα ρέματα του Νεβσεχίρ και της Ντάσμα που πέφτουν στον ποταμό Κιζιρμάκ ευθύνονται για την όψη των φημισμένων καππαδοκικών κοιλάδων. Ειδικότερα η περιοχή μεταξύ Νύσσας και Προκοπίου όπου οι αποθέσεις ηφαιστειακής στάχτης φτάνουν σε βάθος εκατοντάδων μέτρων, έγινε το καταλληλότερο πεδίο για να μεταφερθούν με τη ροή των υδάτων σκληρότερα βράχια από μεταγενέστερες αποκολλήσεις, τα οποία σήμερα τα βλέπουμε σαν καπέλα πάνω σε σχηματισμούς μαλακότερων υλικών. Σήμερα αυτοί οι σχηματισμοί ονομάζονται καμινάδες και το συνηθέστερο πέτρωμα που τις επιστεγάζει είναι ο βασάλτης.
Αλλη μια έκπληξη που κρύβει η διάτρητη καππαδοκική γη, βρίσκεται σε δυο σημεία 20 χλμ. και 29 χλμ. νότια του Νεβσεχίρ. Πρόκειται για δύο λαβυρινθώδη συμπλέγματα από σπηλιές, στοές και πολυεπίπεδες γαλαρίες, εξ ολοκλήρου υπόγειες στο Καϊμακλί και στο Ντερινκουγιού (Μαλακοπή). Θα πρέπει να λειτούργησαν από την εποχή που οι χριστιανοί κρύβονταν στις κατακόμβες. Ωστόσο τα ευρήματα είναι μεταγενέστερα. Ανάγονται στις εποχές που ο Ηράκλειος πολεμούσε τους Πέρσες και ο Νικηφόρος Φωκάς τους Αραβες.
Στην ακμή της η υπόγεια πολιτεία στο Καϊμακλί απλωνόταν σε έκταση 2,5 τετρ. χλμ., διέθετε πάνω από 8 πατώματα έως και 50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης και εκτιμάται ότι φιλοξενούσε πάνω από 10.000 ανθρώπους
Αξός
Σε απόσταση 90 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισαρείας και 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Νίγδης, στο κεντρικότερο μέρος του οροπεδίου Μπουντάκ- Οβά, βρίσκεται η Αξός. Το χωριό αυτό, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές ήταν η παλιά κωμόπολη των Σασίμων, όπου έγινε επίσκοπος ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.
Οι Αξενοί εκκλησιάζονταν στην πανέμορφη και φημισμένη εκκλησία της Αγίας Μακρίνας, η οποία βρισκόταν στον Πάνω Μαχαλά και εγκαινιάστηκε το 1843 από το Μητροπολίτη Ικονίου Νεόφυτο. Στην εκκλησία αυτή λένε ότι υπήρχαν τα ιερά λείψανα της Αγίας Μακρίνας και δίπλα σ’ αυτά ένα κειμήλιο του Γρηγορίου του Θεολόγου. Έξω από την εκκλησία υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι με αγίασμα. Στον Κάτω Μαχαλά, ήταν η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στο Μεσαίο Μαχαλά η αρχαία εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είχαν επίσης τα παρεκκλήσια της Αναλήψεως, της Αγίας Αικατερίνης, των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρασκευής και του προφήτη Ηλία. Εκκλησιαστικά οι Αξενοί ανήκαν στη Μητρόπολη Ικονίου.
Οι Αξενοί ήταν ελληνόφωνοι και μιλούσαν την ελληνική διάλεκτο της Καππαδοκίας. Παλιά το χωριό ήταν υπόγειο και λαξευτό, με ορόφους που έφταναν σε βάθος 8-10 μέτρα από την επιφάνεια της γης. Όλα τα καρέργια του χωριού επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ειδικές σήραγγες, για να βρίσκουν διέξοδο σε ώρα ανάγκης οι κάτοικοι και για να χάνονται οι εισβολείς αν κατάφερναν να μπουν σε αυτά. Τα μετέπειτα χρόνια έχτισαν οι Αξενοί το νέο ανώγειο χωριό τους πάνω από το παλιό. Τα υπόγεια τα χρησιμοποιούσαν πλέον για αποθήκες και κρυψώνες. Οι Αξενοί ασχολούνταν με τη γεωργία, αλλά ήταν και σπουδαίοι μαγγανατζήγες. Οι Αξενές ήταν πολύ καλές κατασκευάστριες χειροποίητων αγγείων και διαχειρίζονταν τη βιοτεχνία «κερχινιών», όπως έλεγαν τα πήλινα δοχεία.
Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, οι περισσότεροι Αξενοί δημιούργησαν τη Νέα Αξό Γιαννιτσών, όπου διαπρέπουν, εκτός των άλλων και ως νταλικέρηδες, οργώνοντας τους εμπορικούς δρόμους με τα φορτηγά τους. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα, στα Κύργια της Δράμας, στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, στον Άβαντα του Έβρου, στη Νεοκαισάρεια των Ιωαννίνων, στην Αθήνα, στον Πειραιά, στον Εξαπλάτανο της Αλμωπίας, στην Αριδαία της Αλμωπίας, στις Μηλιές της Αριδαίας, στη Χρυσή, στον Πολυπλάτανο, στο Λιποχώρι, σε 19 χωριά της περιφέρειας Μονοφατσίου Ηρακλείου Κρήτης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.