Ήθη και έθιμα της Καππαδοκίας

Θρησκευτικά έθιμα

 

 

  Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας, σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα, λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων.

Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή, 24 Δεκεμβρίου, άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες από μία οικογένειες. Σ’ όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν. Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα, κτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους, με επικεφαλής τον καντηλανάφτη, που διάβαιναν το χωριό απ’ άκρη σ’ άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους. Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία τελείωνε πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους, όπου οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλυτέρων και εύχονταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α. Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι, από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φάει όταν ήταν λεχώνα. Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου, γιόρταζαν συγκεντρωμένοι στα σπίτια, διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες από τις γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπε..
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά, σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαιναν στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου, " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : «Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο». Την ίδια στιγμή, τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα. Τα παιδιά, όλα μαζί, έτρωγαν τα δώρα τους σε ένα σπίτι. Τη νύχτα εκείνη, γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αη-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα. Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό στον Αη-Βασίλη, «σουγιού». Γέμιζε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση μικρή σακούλα με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα. Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι και ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, γιατί θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αη-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις και ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ό,τι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε, αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε, αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο, καθένας έτυχε στην πίτα του ό,τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.


Οι αποκριές γιορτάζονταν με χορούς και μεταμφιέσεις. Τα παιδιά γίνονταν μασκαράδες. Σπάνια ντυνόταν οι μεγάλοι. Είχαν δύο Κυριακές αποκριάς που ονομαζόταν «Κυριατ' κρεισή τσι Τυριού Τσέρεται», δηλ. κρέατος και τυριού. Την πρώτη έτρωγαν κρέατα, τη δεύτερη αβγά και τυριά.

Εκείνες τις μέρες τιμούσαν τους νεκρούς, καθώς πίστευαν ότι ανακουφίζουν τις ψυχές τους με τα μνημόσυνα που διατελούσαν, τις συχνές διανομές κολλύβων, πιλαφιών, κρεάτων και φαγητών στους φτωχούς. Είχαν την πεποίθηση ότι με αυτόν τον τρόπο, αν δεν πεινάνε οι φτωχοί, τα κοντινά τους πρόσωπα που έχουν πεθάνει θα είναι σε καλύτερη θέση.

 

Την Καθαρά Δευτέρα συνήθιζαν να καθαρίζουν το σπίτι, αλλά να αφήνουν τα πιάτα της Κυριακής άπλυτα, για να χορτάσουν οι πεθαμένοι.

Μετά τη γενική καθαριότητα του σπιτιού, έκαναν σε έναν τοίχο που έπεφτε το φως του ήλιου τη μέρα και του φεγγαριού το βράδυ κάποια σχέδια βουτώντας το δάχτυλό τους σε αλεύρι, όπου σχημάτιζαν ένα τριγωνικό σχήμα ή ένα φεγγάρι με σταυρό από κάτω για να «ευχαριστήσουν» για τα πλούσια αγαθά που τους παρέχει η φύση.

 

Συνήθιζαν να έχουν διπλά ξύλινα κουτάλια, ώστε κατά τη διάρκεια της νηστείας να μην χρησιμοποιούν αυτά που μαγείρευαν αρτύσιμα φαγητά για να μην υπάρξει κίνδυνος να αρτυθούν, αφού τα ξύλινα κουτάλια απορροφούν το λίπος των φαγητών και δεν καθαρίζονται καλά.

Το ίδιο έκαναν και για τα πήλινα σκεύη που διέθεταν, τα είχαν διπλά.

Τα μετάλλινα σκεύη μετά το καθάρισμα τα γάνωναν.

 

Τα φαγητά που περίσσευαν από την αποκριά (εμπονέστα), τα έδιναν στις Τουρκάλες που περνούσαν στις γειτονιές. Αν κάποιοι είχαν ξενυχτίσει γλεντώντας, είχαν το δικαίωμα να φάνε από τα περισσεύματα, χωρίς να θεωρηθεί ότι χαλούν τη νηστεία τους. Μόλις όμως ξάπλωναν να κοιμηθούν, έχαναν το δικαίωμα αυτό. Όλοι οι άλλοι είχαν φάει ένα αυγό πριν κοιμηθούν, γιατί έλεγαν ότι:

«με τ’ωβόν εβούλωσα-το, με τ’ωβόν θ’ανοίγ’ατο»

(με το αυγό βούλωσα το στόμα μου, με τ’αυγό θα τ’ανοίξω)

 

Το πρωί της Καθαρής Δευτέρας ακόμα κρεμούσαν στην τραπεζαρία του σπιτιού, τον κουκαρά, ένα κρεμμύδι που το έβαφαν μαύρο και έφτιαχναν τα μάτια με κιμωλία και του έβαζαν εφτά φτερά κότας για να μετράνε τις εφτά βδομάδες της Σαρακοστής,

Όταν ξημέρωνε η Καθαρή Δευτέρα, μέσα στα σπίτια - πάνω στους τοίχους, έκαναν σκίτσα καμήλας με αλεύρι- το είχανε για καλό αυτό. Αν τα παιδιά ήθελαν να φάνε κρέας στο διάστημα της σαρακοστής τα φοβέριζαν με τη φράση: «Παπάς κοφτ’ τ’ αυτιά σ’». Όταν υπήρχε αρραβωνιασμένη στο σπίτι, μαζεύονταν συγγενείς του αρραβωνιαστικού και έτρωγαν όλοι μαζί. Όσοι πάλι είχαν παντρεμένα παιδιά πήγαιναν και έτρωγαν όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι. Έτρωγαν κρέας, αβγά, πίτες, γαλατόπιτες, γλυκά, και χυλοπίτες, χόρευαν και απόκρευαν. Τελευταία έτρωγαν ένα αβγό. Τα παιδιά αυτή τη μέρα έπαιζαν «τζαρτζούτ», την τραμπάλα. Έστηναν μια σε κάθε μικρογειτονιά και έπαιζαν «μυτερεύοντας ένα τζαρτζούτ», ξύνοντας το μυτερό.
Οι εβδομάδες της αποκριάς στην Ανακoύ ήταν δύο. Της Κρεατινής που έτρωγαν μόνο κρέας και της Τυρινής που έτρωγαν μόνο μακαρόνια, τυρόπιτες, αβγά, ψάρια και όχι κρέας. Τις δύο Κυριακές της Αποκριάς οι νέοι, μόνο οι άνδρες και ποτέ οι γυναίκες, γινόταν μασκαράδες. Φορούσαν σαλβάρια, έπαιρναν νταούλια από τους Τούρκους και τα χτυπούσαν. Γίνονταν νιφάδες, μουτζουρώνονταν, υποκρίνονταν τις έγκυες, έκαναν ότι θα γεννήσουν, φώναζαν και ο κόσμος γελούσε. Το βράδυ της δεύτερης Αποκριάς μαζεύονταν οι συγγενικές οικογένειες κι έτρωγαν μαζί, το τελευταίο φαγητό, ένα σφιχτοβρασμένο αβγό.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα νήστευαν και πήγαιναν κάθε μέρα στην εκκλησία. Τη Μ. Τετάρτη σταματούσαν τις δουλειές των χωραφιών. Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν κόκκινα αυγά με κρεμμυδόφλουδες και το βράδυ πήγαιναν στην εκκλησία από ένα αυγό για κάθε μέλος της οικογένειας. Στο Μιστί, έπαιρναν ένα σακούλι όπου έβαζαν αυγά για τα μέλη της οικογένειας και ένα επιπλέον για τους φτωχούς. Επίσης άφηναν τσουρέκι, μέλι, βούτυρο, γιαούρτι, γάλα, και το κουλούρι του Ευαγγελίου (ψωμί με κόκκινο αυγό πάνω) πάνω στο στασίδι και τα έπαιρναν την Ανάσταση.
Στην Ανακού, είχαν ένα μανουάλι για δώδεκα μεγάλα κεριά και όταν ο παπάς έλεγε ένα-ένα τα ευαγγέλια, για κάθε ευαγγέλιο έσβηναν και ένα κερί. Τα κεριά που έμεναν, τα έκοβαν και τα μοίραζε ο παπάς και οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν ως φυλακτά. Επίσης, για φυλαχτό έπαιρναν κομματάκι από το σεντόνι του Χριστού. Πολλοί άρρωστοι κοιμόντουσαν αποβραδίς στην εκκλησία για να γιατρευτούν. Στο Μιστί μάλιστα έρχονταν άρρωστοι Τούρκοι από τα γύρω χωριά (Καρατλί, Ζάνζαμα) και ξάπλωναν μπροστά στο ιερό πριν τα δώδεκα ευαγγέλια, για να γίνουν καλά. Άλλοι γεροί πάλι, στέκονταν κοντά στο παγκάρι και παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Οι νοικοκυρές ζύμωναν λοχούμια, παξιμάδια με αυτά, γάλα και βούτυρο, αχλάδια, κουλούρια στρογγυλά ή πλεχτά. Πάνω έκαναν σταυρό χαραγμένο ή φτιαγμένο με προζύμι. Ημέρα του μεγαλύτερου πένθους ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν όλα κλειστά, θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία να πιάσει κανείς σφυρί ή καρφί αυτή τη μέρα. Οι γυναίκες στόλιζαν το Επιτάφιο με γκι, ζουμπούλια και σουσάμια (αυτά υπήρχαν εκείνη την εποχή). Όλοι προσκυνούσαν τον επιτάφιο, περνούσαν και τρεις φορές από κάτω για να είναι γεροί. Το βράδυ, ο δάσκαλος με τα παιδιά διάβαζαν τον επιτάφιο θρήνο, έψελναν τα εγκώμια και μετά περιέφεραν τον Επιτάφιο με κατάνυξη στους δρόμους, κρατώντας κεριά αναμμένα ψάλλοντας το «Κύριε ελέησον». Στο Μιστί, στο Γκέλβερι και στην Ανακού, περιέφεραν τον επιτάφιο μόνο στο προαύλιο της εκκλησίας για το φόβο των Τούρκων.
Το Μεγάλο Σάββατο ήταν η μέρα των πεθαμένων. Πήγαιναν στα νεκροταφεία, άναβαν κεριά και καντήλια και έκαναν τρισάγιο. Στην Αξό, ανήμερα της Λαμπρής γινόταν μεγάλη γιορτή των νεκρών. Στο Τσαρικλί Νίγδης γύριζαν και την Ανάσταση στο νεκροταφείο, όπου οι γυναίκες έκλαιγαν. Στο Μιστί, στο τέλος της Σαρακοστής έβγαιναν τα παλικάρια κάθε βράδυ και μάζευαν ξύλα, άχυρα και καύσιμα τα οποία αποθήκευαν τραγουδώντας και σφυρίζοντας μέχρι τη Μ. Πέμπτη. Τη νύχτα του Σαββάτου τα μάζευαν στην πλατεία της γειτονιάς και άναβαν φωτιά. Μαζεύονταν γύρω και γελούσαν, φώναζαν, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα για την Ανάσταση. Συμβόλιζε τη φωτιά που είχαν ανάψει οι Απόστολοι και ζεσταίνονταν όταν ανέκριναν το Χριστό. Το Μ. Σάββατο οι άνδρες έσφαζαν μεγάλα ζώα και οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη ή μέλι. Τα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα για τη Λειτουργία. Όλοι με τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησία. Μόλις ο παπάς έλεγε «Χριστός Ανέστη», τσούγκριζαν το αβγό και το έτρωγαν. Με αβγό άνοιγαν τη νηστεία και με αυγό την έκλειναν. Μετά τη λειτουργία της Ανάστασης έπαιρναν αυτά που είχαν αφήσει στην εκκλησία και πήγαιναν το «άγιο φως» στο σπίτι τους. Άναβαν το καντήλι και έτρωγαν σούπα, κρέας, πιλάφι, τυρί, πίτες, καϊμάκι. Την ημέρα της Ανάστασης, νωρίς το απόγευμα, γινόταν η Λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης. Μετά τη δοξολογία έβγαιναν για τη λιτανεία. Περνούσαν από τα κεντρικά σημεία του χωριού και γυρνούσαν στην εκκλησία, όπου διαβάζονταν τα Ευαγγέλια σε επτά γλώσσες. Μετά τη δεύτερη Ανάσταση, άρχιζε ο χορός και το γλέντι που κρατούσε όλη την εβδομάδα της διακαινησίμου. Σε πολλά μέρη γινόταν πανηγύρια στην εξοχή και αγώνες πάλης, δρόμου και λιθαριού.

Μεγάλη γιορτή ήταν του Αη- Γιωργιού, στις 23 Απριλίου, οδηγού και προστάτη των ταξιδιωτών και των ζώων. Στο Γκέλβερι η συντεχνία των γεωργών έκανε λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου. Στα Κενάταλα γινόταν μεγάλο πανηγύρι όπου στόλιζαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου με στάχυα που έφερναν οι φτωχοί αγρότες από τα χωράφια τους.. Ύστερα, κατέβαιναν στους κήπους του χωριού όπου έσφαζαν αρνιά, έψηναν, διασκέδαζαν, έκαναν αγώνες πάλης Χριστιανοί και Τούρκοι και έστηναν κούνιες στα δένδρα και κουνιόταν. Στο Σιβρίχισαρ γιορταζόταν στο λαξευτό παρεκκλήσι του Αη-Γιώργη, όπου πρόσφεραν οι πιστοί διάφορα τάματα και προπάντων καϊκανά, δηλαδή σφουγγάτο με μέλι. Έσφαζαν κουρμπάνι και οι αρραβωνιασμένες δέχονταν δώρα από τις πεθερές και τους χωριανούς. Τον Άγιο τιμούσαν και οι Τούρκοι, χωριστά από τους Χριστιανούς.

 

Έθιμα του γάμου

 


Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα πολυάριθμα Καππαδοκικά έθιμα κατέχουν αυτά που αφορούν τον γάμο, μιας και αναγνωρίζεται η ζωτική του σημασία όχι μόνο ως θεμελίου της οικογένειας, της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους, αλλά και αυτής της κοινωνικής διάρθρωσης...
Έθιμα που αναδεικνύονται στο διάβα του χρόνου, που με αξιοσημείωτη συνοχή «μεταφέρουν» το γεγονός, συμβάλλουν στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων, την ενίσχυση της ομάδας...
Με μια αξιοθαύμαστη μοναδικότητα, αυτήν της «ράτσας», μιας παράδοσης αρχέγονης που ξεκινά από το «τότε», μη προσδιορισμένης μεν ακριβώς, ούτε καταγεγραμμένης βιβλιογραφικώς αλλά... αλλά τηρουμένης με θρησκευτική ευλάβεια, με αρχές, κανόνες και τύπους αναλλοίωτους στο διάβα του χρόνου από όλους, συστηματικά και αδιάλειπτα.
Βασικός σκοπός και επιδίωξη:
Μα η διατήρηση των πολύτιμων, η ενεργή συμμετοχή της κληροδοτημένης παράδοσης στο εκάστοτε σήμερα, η αποφυγή αλλοτρίωσης της εθνικής ταυτότητας, η αφομοίωση γνώσεων και αξιών πολλών γενεών...
Και το σημαντικότερο.
Θεωρούσαν και εξακολουθούν, ίσαμε σήμερα, τον γάμο ως ένα από τα κορυφαία γεγονότα της ζωής τους, σημαντικότατο σταθμό από τον οποίο εκπορεύονταν η χαρά και η ευτυχία, η δημιουργικότητα, η ζωντάνια της ζωής... Γι’ αυτό και τον ονόμαζαν και «χαρά»...
Αρχίζουμε λοιπόν την «περιήγησή» μας σε τούτα τα πολύτιμα, δεχόμενοι ως βασική αρχή πως «...η παράδοση είναι η άγνωστη χώρα από την οποία καταγόμαστε». Έτσι ως «άγνωστη» χώρα θα πρέπει πάντοτε να την εξερευνούμε, να τη μαθαίνουμε, να ανακαλύπτουμε τα όμορφα και ωραία, να μεταφέρουμε καταγεγραμμένες τις νέες γνώσεις...
Αλλά και ως χώρα καταγωγής θα πρέπει να την αγαπάμε.
Να βρούμε αυτά τα «πρέπει», τα «γιατί», τα «έτσι», τα «όχι», που στην πλειονότητά τους είχαν ως στόχο τη γυναίκα... αυτή την πολύπαθη ύπαρξη που τελούσε κάτω από ένα καθεστώς μιας ιδιότυπης βίας και καθωσπρεπισμού.
Και κάτι ακόμα.
Μια απάντηση οφείλουμε στον συχωρεμένο Αριστοφάνη όπου με περισσό, είναι αλήθεια, πάθος, μας ρωτά, «ποδαπώ το γένος άνθρωπε;» , δηλαδή και σε ελεύθερη μετάφραση, «από πού κρατά η σκούφια σου ρε άνθρωπε;». Λοιπόν, θεϊκέ Αριστοφάνη, είμαστε μιλέτι ρωμιών. ..ρωμιών Καππαδοκών, με ιστορία τόση όσο και η δικιά σου!

Ο Αρραβών – Μνηστεία…
Κοινός τόπος – ηλικία.
Το πότε ακριβώς «έπρεπε» να μνηστευθούν οι νέοι είναι λίγο πολύ κοινό σε όλες τις κοινότητες των ρωμιών της Καππαδοκίας, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων οι οποίες βεβαίως υπήρχαν παντού και πάντοτε. Που φυσικά, οι εξαιρέσεις δηλαδή, αποτελούσαν μια σημαντικότατη τροφή στο παιχνίδι της κοινωνικής ενημέρωσης, που εκεί και τότε ήταν το άλφα και το ωμέγα για τους διψασμένους για «νέα» κατοίκους.
Έτσι λοιπόν λίγο πολύ ο νέος έπρεπε να είναι τουλάχιστον δέκα οκτώ χρόνων και άνω, ενώ η γυναίκα «ώριμη», δηλαδή πάνω από τα δεκατέσσερα της χρόνια, γιατί σύμφωνα με τον Φαρασόπουλο «τοιούτοι γάμοι είναι και ώριμοι και καλά τέκνα προοιωνίζονται».
Αν πάλι παρ’ ελπίδα για διαφόρους λόγους και αιτίες η συμπαθέστατη κόρη, κυρίως, περνούσε τα 22-25 χρόνια της, τότε θεωρείτο «κατάλοιπο» - «καλμίσι ή καλμούς».
Τώρα, αποκλείνουσα συμπεριφορά από τον προαναφερόμενο γενικό κανόνα παρατηρήθηκε και καταγράφηκε τόσο στο Μισθί όσο και τα Φλογητά, όπου ο νέος ή η νέα θεωρούνται έτοιμοι για γάμο σε ηλικία 14 ή και 15 ετών. Ιδιαίτερα, μάλιστα, η γυναίκα και από τα δώδεκά της χρόνια. Το πού οφείλεται αυτή η διαφορά αντιλήψεως εξαρτάται και είναι σε συνάρτηση με τον περιβάλλοντα χώρο και τις επιρροές που δέχεται η κοινωνία από τους «άλλους».
Από το εάν η κοινότητα είναι αμιγώς χριστιανική ή και μικτή, ακόμα και από την αντίληψη πως έτσι προστατεύεται η κόρη μιας και σκοπός της ύπαρξης της γυναίκας είναι να γίνει καλή νοικοκυρά και να κάμει καλά και γερά παιδιά.
Επίσης, βασική, προϋπόθεση γενικά για όλους σχεδόν τους Καππαδόκες είναι πως, ο νέος πρέπει να «ψηθεί», δηλαδή να «βγει» και να μάθει τον κόσμο και τη ζωή πηγαίνοντας κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.
Αν και βεβαίως τούτο πολλές φορές απέληγε σε μόνιμη εγκατάστασή του εκεί στην ξενιτιά, λόγω της ύπαρξης πολλών σειρήνων, όπως χρήματος, διαφορετικού τρόπου ζωής, μεγαλύτερης ελευθερίας κ.α.
Πράγμα που καυτηριαζότανε εν πολλοίς από τους μορφωμένους που έβλεπαν τα χωριά να αδειάζουν κυριολεκτικά από τους νέους που έρχονταν στο «τζα» και το «περίπου», μιας και ενδιαφέρονταν για την «καλοπέραση» και την πολυτέλεια.
Επί πλέον και το φοβερότερο, ο νέος γινότανε ή αποκτούσε και τα «κουσούρια» της πόλης, δηλαδή, ανυπακοή προς τους μεγαλύτερους, απόλυτη ελευθερία χωρίς τις πατρικές συμβουλές κ.α.
Βεβαίως όταν επέστρεφε ή ήτανε από κάθε άποψη έτοιμος να δημιουργήσει οικογένεια, έστω και στην ξενιτιά ευρισκόμενος, οι γονείς τους «συσκέπτονταν» και φυσικά χωρίς να λάβουν υπ’ όψη τη γνώμη του αποφάσιζαν για το «κατάλληλο» ταίρι.

Παρατήρηση
Σε περίπτωση που οι γονείς αργούσαν να βρούνε το ταίρι του παιδιού τους - αρραβωνιάσουν, αυτός για να τους το υπενθυμίσει, δηλαδή πως ήρθε η ώρα του για παντρειά, έμπηγε το κουτάλι του με τρόπο στη μεγάλη πιατέλα με το πιλάφι ή το «μαντί» κατά την διάρκεια του γεύματος..

Ο θεσμός του Ιλισίκ Βερμέκ.
Η διαδικασία
Στην τοπική Καππαδοκική διάλεκτο, εθιμική πρακτική, το ιλισίκ βερμέκ = δίδω, σημαίνει προσωρινή μνηστεία και περίπου έχει να κάμει με τα αρραβωνιάσματα δια μέσου…αντιπροσώπων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι γονείς των παιδιών. Που συνέβαινε εξαιτίας του γεγονότος της συνεχούς απουσίας των νέων προς εύρεση εργασίας στις μεγαλουπόλεις. Έτσι οι γονείς, του νέου κυρίως, θέλοντας να «ξεμπερδεύουν» ετοίμαζαν το κατάλληλο γι’ αυτόν συνοικέσιο από τις θυγατέρες του χωριού. Έρχονταν λοιπόν σε συμφωνία με τους οικείους της κοπελιάς που τους άρεσε, έστω και με απουσία του ξενιτεμένου κανακάρη, δίδοντας το «Ιλισίκ», δηλαδή λόγο, περιμένοντας τους επισήμους αρραβώνες σε εύθετο χρόνο και πάντως με την άφιξη του νέου.
Τούτο συνέβαινε και σε περιόδους πένθους...

Μικρός Αρραβώνας
Έστελναν, λοιπόν, μια σεβάσμια γυναίκα, κοινά αποδεκτή και από τους άλλους, η οποία μιλούσε αρχικά στους γονείς της κόρης για τον σκοπό της αποστολής της, τα υπέρ για το συγκεκριμένο προξενιό, την καλή τύχη της κόρης εάν δεχόταν τον υποδεικνυόμενο νέο κλπ. Περίμενε μάλιστα την όποια απόφασή τους η οποία εάν και εφόσον ήταν ευνοϊκή τελείωνε με την έκφραση και των δυο μερών, «εάν είνε το θέλημα του Θεού ημπορεί να γίνει».
Να σημειωθεί πως η προξενιά γινότανε πάντοτε, φανερά τουλάχιστον, από την πλευρά του νέου και ποτέ από την μεριά της νέας, μιας και μια τέτοια κίνηση θα θεωρείτο όχι μόνο εξευτελιστική, «για να μη δοθεί η εντύπωση ότι ήταν έτοιμοι να ξεφορτωθούν την κόρη όπως, όπως...» αλλά συνάμα και άπρεπη. Εξαίρεση από τούτο τον κανόνα γίνονταν μόνο όταν επρόκειτο για ορφανό νέο τον οποίο μάλιστα παίρνανε και σώγαμπρο (ις κουβεησή).

Μέγας Αρραβώνας – η Δόξα
Βεβαίως, σχεδόν άμεσα και με την επίβλεψη - συμμετοχή του κλήρου οι γονείς του νέου με μερικούς συγγενείς πήγαιναν στο σπίτι της επίδοξης νύφης φέρνοντας το «σημάδεμα», δηλαδή τον αρραβώνα, ο οποίος για τη Μαλακοπή αποτελείτο από φλουριά, φυσικά ανάλογα με την περιουσιακή κατάσταση της οικογένειας.
Τον κύριο λόγο σε αυτήν την φάση είχε ο παριστάμενος ιερέας ο οποίος όχι μόνο έλεγε για το γεγονός της αφίξεώς του, αλλά επέμενε και στο τελείωμα τούτης της «ιερής» πράξεως. Η οποία μάλιστα έπαιρνε πολλές φορές άμεσα και επίσημο χαρακτήρα μιας και γινότανε η καταγραφή της με «πλήρη συμφωνία των μερών» σε ιδιαίτερο συμφωνητικό. Αυτή ήταν η δεύτερη φάση που ονομαζόταν «μέγας αρραβώνας». Πολλές φορές μάλιστα το περιεχόμενο της συμφωνίας καταγραφόταν στον σχετικό κώδικα της κοινότητος.
Όπως για παράδειγμα αυτό του Σάββα Θεοδώρου από τα Φάρασα, ως σώγαμβρου στα Σύλλατα, για τον οποίο υπήρχε πλήρης και αναλυτική καταγραφή «των διδομένων προικώων υπό του πεθερού», η οποία μάλιστα έγινε παρουσία της συνόδου. Τα μετρητά, τα χωράφια που θα μπορούσε να καλλιεργήσει, τα αντίστοιχα αμπέλια, τα τιμαλφή, τα χαλιά, τα κιλίμια, τα στρώματα, τα έπιπλα, ο χώρος που θα ζούσε (κρεβατοκάμαρα) κ.α,
Και το τραγικότερο.
Όλα ετούτα λάμβαναν χώρα χωρίς ούτε καν της απλής γνώσης από πλευράς της νέας η οποία ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Αλλά και του νέου, επίσης, που πολλές φορές μάλιστα την έβλεπε μετά τον «αρραβώνα» και μάλιστα μετά την ιεροτελεστία του «μεγάλου αρραβώνα», αφού βεβαίως προηγούμενα του «φούσκωναν» το μυαλό με επαινετικά και κολακευτικά λόγια που περιέγραφαν «εν εκτάσει» το κάλλος, τα προτερήματα αλλά και την περιουσία της κοπελιάς.

Μεσίκ Κερτμεσί ή Παιδικά Αρραβωνιάσματα
Παραλλαγές
- Στα παλιά βεβαίως χρόνια και για λόγους αδιευκρίνιστους έως και σήμερα, γίνονταν παιδικά αρραβωνιάσματα, δηλαδή το σημάδεμα σε νηπιακή ηλικία και μάλιστα από την κούνια. Σπάνια μεν, αλλά έχουν καταγραφεί.
Φυσικά με την παρουσία του ιερέα, τις σχετικές του ευχές, αλλά και την αφαίρεση ολίγων τριχών από την κεφαλή της κόρης... τις οποίες τυλιγμένες ως φυλακτό κρατούσε η μέλλουσα πεθερά μέχρι την ενηλικίωση και επισημοποίηση του «πρόχειρου» αρραβώνα.
Από πλευράς της κόρης, πάλι, υπήρχε πάντοτε η υποχρέωση να βρίσκεται τοποθετημένος ψηλά στην κούνια της μεταξύ των άλλων ο χρυσός σταυρός του πενθερού της.
- Στο Ζιντζί - Ντερέ, Φλαβιανά της Καππαδοκίας, στα χρόνια εκείνα τα παλιά «... όταν οι γονείς συνεδέοντο φιλικώς ηρραβώνιζον τα παιδιά των, ενώ ακόμη ήσαν βρέφη, εγκόπτοντες οι μεν γονείς του άρρενος νηπίου την κούνιαν του θήλεος, οι δε του θήλεος την κούνια του άρρενος.. .».
- Σχετική υπόσχεση γάμου μπορούσε να δοθεί και μεταξύ ετοιμόγεννων γυναικών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της γεννήσεως παιδιών διαφορετικού φύλου...

Παρατήρηση
Κατά την άποψή μας πιστεύουμε πως τούτος ο θεσμός, δηλαδή των παιδικών αρραβωνιασμάτων και όλων των παραλλαγών του είχε να κάμει εκτός των άλλων και με την ενίσχυση της φιλίας μεταξύ των οικογενειών της τοπικής κοινωνίας...
Ο αρχηγός της οικογένειας του γαμπρού με την παρουσία μόνο των πλέον στενών συγγενικών προσώπων πήγαινε στο σπίτι της υποψήφιας νύφης, κατόπιν σχετικής προειδοποίησης, λέγοντας πως «ήρθαν να επιβεβαιώσουν τα ευχάριστα χαμπέρια».
Ζητούσε να παρουσιαστεί η κόρη και όταν αυτή φιλούσε το χέρι του, αυτός της περνούσε στο λαιμό ένα χρυσό σταυρό ή και φλουρί... Τότε η κόρη αποσύρονταν στα ιδιαίτερα δώματα αφήνοντας τα συμπεθεριά μόνα τους για να ακολουθήσουν τα σχετικά κεράσματα και οι πολλές ευχές..

Ο Γιαρίμ Νικάς (μισός γάμος)

Οι γονείς του γαμπρού με τον ανάδοχο, τον παπά της ενορίας και αρκετούς κοντινούς συγγενείς πήγαιναν στο ήδη ενημερωμένο σπίτι της κόρης. Εκεί παρουσία όλων ο ιερέας έψελνε την ακολουθία των αρραβώνων και άλλαζε τα δακτυλίδια...
Κατά την διάρκεια των ευχών, η νύφη πια, φιλούσε τα χέρια των παρευρισκομένων ανδρών εισπράττοντας σχετικά από αυτούς δώρα και ευχές... Καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής οι παρευρισκόμενοι στεκόντουσαν όρθιοι κρατώντας αναμμένα κεριά.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και περισσότερο πρακτικά ήταν τα αρραβωνιάσματα στην Αξό, όπου «... η εκτέλεση της απόφασης δεν απαιτούσε πολλές διατυπώσεις, ήταν απλή.
Γινότανε με τρόπο η βολιδοσκόπηση των γονιών της κοπέλας κι όταν εξασφαλίζονταν η συγκατάθεση, στελνόταν ο αρραβώνας, το “ντουτού” ή το “τσεκέν”, καπάρο ή κομπόδεμα, συνήθως ένα φλουρί μικρό ή μεγάλο δεμένο σε κόμπο στο άκρο μεταξωτού μαντηλιού. Προτού να δοθεί επίσημα λέγονταν ορισμένες τυπικές φράσεις όπως: (Με τ’ Χεγού νορισά ήρταμ’ να κρέψουμ’ το κορίτσ’ σας στο παιγί μας και να γενούμ χεσεμνά...) δηλαδή με του Θεού τον ορισμό ήρθαμε να ζητήσουμε την κόρη σας στο γιο μας και να γίνουμε συγγενείς.
Και όταν παίρνανε απάντηση ευνοϊκή, (αζ γενεί, αν εν χέλημα Χεγού), καλάγανε την κοπέλα και με μετάνοιες εδαφιαίες έπαιρνε το “ντουτού” και φιλούσε τα χέρια τους…».

Σε ορισμένες κοινότητες, πάλι, η τελετή των αρραβώνων έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα με τον σχηματισμό πομπής, από την οικογένεια του «εβί – ογλάν =γαμπρού» και προπομπό κάποιον έφηβο που κρατούσε το απαραίτητο φανάρι... τη θεαματική υποδοχή τους έξωθεν της θύρας από πλευράς της «Κιζ εβί =οικογένεια της κόρης», την είσοδό και την τοποθέτησή τους στο «μισαφίρ οντά =αίθουσα υποδοχής» κατά τάξη... την αρχοντική και σύμφωνα με όλους τους τύπους εμφάνιση τής μέλλουσας πεθεράς η οποία εμφανιζόμενη «υπεκλίνετο εδαφιαίως, ετέντωνε τον δεξιόν βραχίονά της και με την ανοικτή παλάμην εγύριζε τον βραχίονά της από την δεξιάν προς την αριστεράν δια να χαιρετίση ανατολίτικα τους ευρισκομένους εις την αίθουσα λέγοντας, “Εφέντιλερ, αγαλάρ, χος γκελντινίζ, σεφά γκελντινίζ, τάρισι εβλατλαρινιζά ολσούν” , για να ξεκινήσει κανονικά η τελετή η οποία ήταν σχεδόν όμοια με όλες τις προαναφερθείσες, πλην του γεγονότος της ύπαρξης κατά την διάρκειά της στο μέσο του δωματίου και σε εμφανή προφανώς θέση, αναμμένου κεριού και δίσκου των δώρων... Βεβαίως ακολουθούσαν οι πατροπαράδοτες ευχές προς όλους όπως:
«Γκιοζλερινίζ αϊντίν ολσούν, Αλλάχ χαγιρλί εγιλεσίν, τάρασι ομπίρ εβλατλαρινιζά ολσούν», δηλαδή φως στα μάτια σας, ας τους ευλογήσει ο Θεός και στα άλλα παιδιά σας...
«Τάρισι ουμτουκλαρινιζά ολσούν» δηλαδή και σε εκείνους που ποθείτε ή έχετε στο νου σας... αλλά και του πατροπαράδοτου γλεντιού μετά του «τζερέζ σουφρασί» - κερασμάτων κλπ για να αποχωρήσουν και πάλι υπό τους ήχους του «έϊ γαζιλέρ» και πάλι με προπομπό κάποιο νέο με το φανάρι του... Αξιοσημείωτη και πάντως ενδεικτικότατη περί της κλίμακας των αξιών του τότε είναι και η πληροφορία την οποία κατέχουμε και έχει να κάμει με την συνήθεια του καπνίσματος... κατά τη διάρκεια της τελετής.
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τους πληροφορητές μας, ο πατέρας της νύφης προσέφερε τσιγάρα μόνο στους άνδρες και κατά τάξη, ξεκινώντας σχολαστικά και προσεκτικά από τον συμπέθερο, τον πατέρα - παππού εάν και εφόσον ζούσε, τους λοιπούς συγγενείς, πλην των παιδιών και φυσικά των γυναικών, που ήταν άκρως απαγορευτική τούτη η συνήθεια...


Ο Λάζαρος Κελεκίδης, πάλι, ερευνητής του χώρου, μας περιγράφει τα διαδραματιζόμενα στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Το πώς και ποιοι κάνανε το προξενιό, το υποχρεωτικό δώρο της «κεντητής μαντίλας» και τη συζήτηση. Η οποία, κατά τα λεγόμενά του ήταν αρχικά αδιάφορη και «περί ανέμων και υδάτων» μέχρι... μέχρι που ο πατέρας του γαμβρού άρχιζε τη διαδικασία.
-«Ε, τόστη, έλεγε, τσο ρωτάς με, ’μεις αδέ σοτίμως ήρταμε;» δηλαδή
«ε, φίλε δεν μας ρωτάς γιατί ήρθαμε;»
-«Μα πού να ξέρω ’γω», απαντούσε ο πατέρας της νύφης. .. «αλλά αν είναι ευλογημένο να σας ρωτήσω. Γιατί ήρθατε;»
-«Μο του Θεού την ευσή ήρταμε να ’υρέψουμε την κόρη σας σο γιο μας»’…
για να καταλήξουν στο τέλος για «τη γ’έρα του’αδεβάσουν τα σεμάδε».

Στη Σινασό πέντε συγγενείς του γαμβρού μένα παπά και τον κουμπάρο, σε διάταξη πομπής με προπορευόμενο κάποιο μικρό παιδάκι, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης... Ο πιτσιρικάς κρατούσε πάνω στο κεφάλι του ένα δίσκο με τα δώρα του αρραβώνα, δηλαδή, ένα μαλαματένιο σταυρό, φλουριά ραμμένα σε μεταξωτό μαντίλι και τα «τριπλιότικα», δηλαδή διάφορα μικροδώρα σκεπασμένα όλα με τούλι.

Η «Ελ οπτουρμεσί»
Δηλαδή η τελετή του χειροφιλήματος των σεβασμίων ανδρών υπό της μνηστής. Ήταν έθιμο διαδεδομένο, με απειροελάχιστες παραλλαγές, σε όλη την Καππαδοκία και σύμφωνα με αυτό η «μνηστευμένη κόρη» έπρεπε ως δείγμα ευπρεπείας και σεβασμού να ασπασθεί την δεξιά των πεθερικών της αλλά και του υποψηφίου ανδρός της.
Ο οποίος τάλας απαγορευότανε να τη «δει» μοναχή της εκτός εάν ο ίδιος ή η ιδία συνοδευότανε υπό στενού συγγενικού προσώπου, έστω κι αν ερχότανε από την ξενιτιά. Τότε και μόνο η κόρη υποχρεωνότανε να παρουσιασθεί ενώπιόν του για να γίνει το έθιμο του χειροφιλήματος, οπότε ως δώρο και ευχαρίστηση ο νέος της φιλοδωρούσε ένα φλουρί.
Βεβαίως για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας το πού και το πότε. Την περιρρέουσα κατάσταση η οποία δορυφοροποιούνταν γύρω από περίεργες απόψεις περί ηθικής, μπολιασμένες από ένα θρησκευτικό πουριτανισμό, κράμα μεταξύ του μουσουλμανικού και χριστιανικού κόσμου, που ήθελε την γυναίκα περίπου ως res, δηλαδή αντικείμενο. Γιατί κατά την άποψή των πολλών τούτες οι συμπεριφορές προλάμβαναν τα «έκτροπα» από το νεαρό της ηλικίας των παιδιών και μάλιστα όταν ο νέος είχε ζήσει και στις μεγαλουπόλεις όπου πολλά από αυτά είχαν μαγαριστεί. Γιατί αφήνοντας «λάσκα» την κοινωνία, χωρίς αρχές, υπήρχε κίνδυνος διάλυσής της...
Έθιμο, λοιπόν, που χαρακτήριζε και τόνιζε σημαντικά και σταθερά την ευπρέπεια, αλλά και τον σεβασμό της κόρης προς τα πεθερικά και τους συγγενείς του νέου. Μια βασανιστική γονυκλισία που δοκιμαζότανε η υπομονή και η αντοχή της... Που δίδονταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα και κυρίως τις μεγάλες γιορτές όταν τα σόγια μαζεύονταν για ανταλλαγή ευχών.
Εκεί μετά τα τυπικά παρουσιαζότανε η νύφη φορεμένη με τα γιορτινά της και κάνοντας μεγάλες μετάνοιες, δηλαδή εδαφιαίες γονυκλισίες μπροστά στην καθεμιά και τον καθένα κατά σειρά προτεραιότητας, ώσπου να ακούσει «σων’, σών’ άλλο, κόρη μ’ και χρόνια πολλά»... και «κρατώντας το αριστερό χέρι πάνω από τον ομφαλό και με το δεξί στο δεξί του τιμωμένου προσώπου, κυρίως του πεθερού - πεθεράς, το φιλούσε... το πλησίαζε πρώτα στο στόμα, έπειτα στο κούτελο και ξανά στο στόμα... κατά το διάστημα αυτό από τη χούφτα του τιμώμενου γλίστραγε επιδέξια κάποιο νόμισμα, λίρα, ή φλουρί...».
Βεβαίως κατά την αποχώρηση τούς προσέφεραν «ακιτέδες» μέσα σε σακουλάκια και από ένα αναμμένο κερί αλλά και στους μεν άνδρες μια μεταξωτή «έρπι» - μαντίλα, τις δε γυναίκες από ένα «ογιαλί γιαζμά» - τσεμπέρι με δαντέλλα.

Χρόνος μνηστείας

Είναι γεγονός πως το πνεύμα της εποχής, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά και τα ειωθότα, «επέβαλαν» την άμεση ή καλύτερα την όσο το δυνατόν γρηγορότερη κατάληξη του αρραβώνος στο «τέλος», δηλαδή στο γάμο.
Μια «έμμεση» πίεση από τους οικείους των παιδιών, τους συγγενείς μα και τους φίλους... για επίσπευση όλων των διαδικασιών που θα οδηγούσαν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα... τη δημιουργία οικογένειας, παιδιών κλπ. Επίσης, και αυτό είναι το σημαντικότερο, σε ορισμένες κοινότητες «επιβλήθηκε» και γραπτά κάποιος χρονικός περιορισμός και μάλιστα υπό τη «Δαμόκλειο σπάθη» κάποιων «απαράβατων» προθεσμιών...
Είναι σαφέστατη, για παράδειγμα, η διάταξη του άρθρου 163 του Κώδικα της κοινότητος της Μαλακοπής και που σύμφωνα με την οποία:
«Εν τη καταγραφή του συνοικεσίου ορίζεται συγχρόνως ότι αμφότερα τα μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως τελέσωσι τον γάμον μετά παρέλευσιν κατ’ ανώτατον όριον ενός έτους συνωδά τοις ιερείς κανόσι της εκκλησίας ημών και ότι υποχρεούται εν περιπτώσει ακυρώσεως του προικοσυμφώνου εξ υπαιτιότητος του ενός μέρους ν’ αποζημιώσωσιν την Σχολήν και το έτερον μέρος δια ποσού όπερ καθορίζεται κατά τας περιστάσεις υπό της Εφορείας...

Παρατήρηση
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 164, που αναπτύσσεται στο οικείο κεφάλαιο, η συμβολή της Δημογεροντίας στην τήρηση των υποχρεώσεων αμφοτέρων των μερών είναι σημαντικότατη και μάλιστα επιβαλλόμενη.
Αν και οι αρραβώνες δύσκολα διαλυόταν, εν τούτοις όσες φορές χρειάστηκε να επέμβει, η παρουσία της ήταν περίπου αποτελεσματική.
Οι λόγοι κατανοητοί και σαφείς.
Ο κοινωνικός περίγυρος, η «κατακραυγή», η πίεση του σωστού», το «σεβαστό» χρηματικό ποσό της αποζημίωσης... επενεργούσαν καταλυτικά και αποτρεπτικά...

Οι σχέσεις
Μιλώντας βεβαίως περί σχέσεων, κατά τη διάρκεια του αρραβώνα μεταξύ των νέων, μάλλον θα πρέπει να είμαστε υπερβολικοί έως και φαντασιόπληκτοι, μιας και οι μοναδικές επαφές που μπορούσαν να έχουν τότε, ήταν αυτές των… ματιών τους. Και πάντοτε φυσικά υπό την υψηλή επιστασία των πάντων... πατρός τε και μητρός τε.. και αδελφών και συγγενών μέχρι και δεκάτης τετάρτης γενεάς.
Αλλά... αλλά πολλές φορές και ενδεχόμενα, στηριγμένο στην καπατσοσύνη του νέου ή της νέας, και στο στραβοκοίταγμα, υπήρχε και κανένα κρυφό χάδι και εκείνο στιγμιαίο, στη παλάμη...
Βεβαίως ο νέος ή και η νέα κατά μόνας απολάμβαναν πολλών καλών.
Ο γαμπρός θεωρούνταν το «παιδί», η νέα «θυγατέρα μ’», το σπίτι των πεθερικών ήταν και δικό του, ο ίδιος αποκαλούσε «μαμά» και «βαβά» τα πεθερικά του κλπ...

Ο ΓΑΜΟΣ

Ο γάμος ως ιερή και ίσως μια από τις πλέον σημαντικές στιγμές του ανθρώπου αποτελούσε τότε και ενδεχόμενα και σήμερα, το αντικείμενο ενός μαζικού ενδιαφέροντος ολάκερης της κοινωνίας. Ιδιαίτερα μάλιστα στις απομονωμένες κοινότητες της Καππαδοκίας που ως «σταθμός χαράς» και μεγάλου γεγονότος, ζητιόταν η συμμετοχή όλων.
Μικρών και μεγάλων, συγγενών και φίλων, γειτόνων και μη... Αποτελούσε κατά το «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος» μια μέρα που «περίμεναν», την «προετοίμαζαν», τη «ζούσαν», τη «συζητούσαν». Βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους.
Έτσι όταν ο πασά Κωνσταντίνος πάντρευε τον κανακάρη του, σήμαινε πως προσέτρεχαν στις προετοιμασίες οι πάντες. Καθένας με τον τρόπο του και στο «πόστο» του... Στην κάθε ή για την κάθε λεπτομέρεια.
Αν για παράδειγμα η βαβά Δευτερίνα έδιδε την θυγατέρα της, ε, τότε, όλα τα κοριτσόπουλα ήταν στην «υπηρεσία» της. Να την προετοιμάσουν για το γεγονός, πλένοντας, σιδερώνοντας, τακτοποιώντας, καθαρίζοντας το σπίτι, ετοιμάζοντας τα τραπέζια, τις καρέκλες, τα φαγητά... την κάθε λεπτομέρεια. Γιατί έτσι έπρεπε.
Α, ναι, και γιατί τούτο το «μέγα» γεγονός αποτελούσε το αντικείμενο συζήτησης - κοινωνικής ενημέρωσης για μακρό χρονικό διάστημα του γυναικείου πληθυσμού, μιας και από την κρησάρα της καλόπιστης (κους - κους) κριτικής περνούσαν τα πάντα, η κάθε λεπτομέρεια.

Παραστεκάμενος

Προκαταρκτικά
Σε όλες τις εκδηλώσεις του γάμου και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών, χρέη «κοσμήτορος ή ευταξίου», δηλαδή ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ήταν ένας νεόνυμφος φίλος του γαμβρού... Που εκτελούσε τα καθήκοντά του με πάσα επισημότητα, επιμέλεια και περισσή προσοχή μέχρι την ημέρα της Αντι-χαράς.

Η πρόσκληση του γάμου
Σύνηθες και επιβεβλημένο σε όλη την περιοχή της Καππαδοκίας ο γάμος να είναι «καλός» και σύμφωνος με τις οικονομικές δυνατότητες των μερών. Σύνηθες φαινόμενο επίσης και το μεγάλο χρονικό διάστημα που κρατούσαν οι προετοιμασίες του. Που ξεκινούσαν άμεσα από τον «λόγο», για να κορυφωθούν κατά την τελευταία εβδομάδα. Κατά την οποία παρατηρούνταν κυριολεκτικά ένας πυρετώδης οργασμός στον οποίο συμμετείχαν όλοι. Μικροί και μεγάλοι, συγγενείς μα και γείτονες.
Τώρα, σημαντικότατο κομμάτι της όλης διαδικασίας, βασισμένο αν θέλετε και στην γενική ρήση πως «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», κατείχαν τα προσκαλέσματα. Δηλαδή η ενημέρωση, μα και η ευγενική πρόσκληση, για να παραστούν στις χαρές του τάδε ή της τάδε. Έργο σημαντικό μιας και η μη πρόσκληση κάποιου, ή εάν παρ’ ευχή τον λησμονούσαν ή τον παρέβλεπαν, έστω και μέσα στην «βαβούρα» των λοιπών προετοιμασιών, αποτελούσε μεγάλη προσβολή.
Έτσι, λοιπόν, από την Τετάρτη «το εσπέρας» άρχιζαν να προσκαλούνται επίσημα οι φίλοι και συγγενείς, δηλαδή όλο το χωριό, με τους ειδικούς προς τούτο οριζόμενους «Καλετζέδες». Που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά δυο νέα αγόρια που υπό τους ήχους γαμικών αμανέδων στα ελληνικά ή τουρκικά, χορεύοντας τοπικούς χορούς, καλούσαν τελετουργικό, φωνάζοντας, ημέρα, ώρα, τόπο κλπ. του χαρμόσυνου γεγονότος. Η δε πρόσκληση λεγότανε «προκάλια».
Βεβαίως και εδώ υπάρχουν ποικίλες παραλλαγές όπως αυτής που ήθελε, στην Ανακού για παράδειγμα, αντί των αγοριών, μια ομάδα παιδιών και των δυο φύλων να προβαίνει στις προσκλήσεις... ή αυτής των Φλογητών που ήθελε μια κάποια επισημότητα, δηλαδή το κάλεσμα να γίνεται και από τους δυο συμπεθέρους.
Στη Μαλακοπή πάλι «... μια ή δυο νεόνυμφοι συγγενείς του γαμβρού εν εορτασίμω περιβολή περιήρχοντο όλας τας οικίας των συγγενών, γειτόνων οικίας των συγγενών, γειτόνων και φίλων προσκαλούσαι τούτους εις τους γάμους προσφέρουσαι και εν κηρίον...»
Στη Σινασό, πάλι, οκτώ μέρες πριν την Κυριακή του γάμου το βράδυ πολλοί συγγενείς του γαμπρού κρατώντας φανάρια αναμμένα σε παράταξη, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να «πάρουν λόγο και ν’ αρχίσει η χαρά». Εκεί αρχικά τους υποδέχονταν με σβησμένα τα φώτα και με σχετική θεατρική ψυχρότητα αλλά άμεσα κα με τον «λόγο» άρχιζαν τα όργανα και οι χοροί…

Ο Σινιές
Το βράδυ της Παρασκευής μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμβρού στην αυλή του σπιτιού του ή «έξω της προ της θύρας πλατείας», σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, οπότε «ήρχιζον τραγούδια συνοδεία ντεφίων και άλλων μουσικών οργάνων..». Που με την πάροδο της ώρας και την βοήθεια του οινοπνεύματος εξελισσότανε σε πανηγύρι χορού «μέχρι βαθείας νυκτός». Γλέντι που ιδιαίτερα στην Μαλακοπή επαναλαμβανότανε και το Σάββατο.

Την Κυριακή
Ως μια γενική παρατήρηση έχουμε να καταθέσουμε την πληροφορίας πως όλοι οι γάμοι γίνονταν στην εκκλησιά, πλην απειροελάχιστων εξαιρέσεων που περιλάμβαναν μόνο τη χηρεία και το βαρύ πένθος.
Τότε και μετά από ειδική άδεια της Επισκοπής μπορούσε να γίνει στο σπίτι της νύφης.
Επίσης, οι γνωστοί» τρόποι ή καλύτερα οι συνήθειες και οι παραδόσεις, κατά την άποψη ορισμένων μελετητών του χώρου, οφείλονται στην φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος στις αρχές του 19ου αιώνα. Ναι μεν πάντοτε υπήρχε τούτος ο θεσμός, με όλους τους τύπους και τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά οι πατροπαράδοτες παραδόσεις ήταν περίπου άγνωστες ή μη αναδεικνυόμενες.
Έτσι, για παράδειγμα, το Θείο Μυστήριο πραγματοποιείτο στις υπόγειες εκκλησίες, που ειρήσθω εν παρόδω αφθονούσαν, και στη συνέχεια απλά το γλέντι στην οικία του γαμπρού μόνο με την παρουσία των συγγενών χωρίς τους γαμικούς αμανέδες κλπ. Ή όποτε λάβαιναν χώρα έπρεπε να τύχουν της ειδικής αδείας των αρχών.
Επίσης οι γάμοι πάντοτε γίνονταν τις Κυριακές, το απόγευμα οι περισσότεροι, αν και σε μερικές κοινότητες παρατηρήθηκαν γάμοι τις πρωινές ώρες. Για παράδειγμα ο Καλφόπουλος Π. στο εξαίρετο πόνημά του για την Μαλακοπή μας πληροφορεί πως ο γάμος γινότανε πάντοτε μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής. Στην οποία συμμετείχαν οι μελλόνυμφοι τυπικά και θεαματικά συγχρόνως, δηλαδή ο γαμπρός με τη συνοδεία του καταλάμβανε τα πρώτα παρά τον επισκοπικό θρόνο στασίδια, τιμητικά ανάμεσα στη δημογεροντία, ενώ η νύφη συνοδευμένη από της φίλες της και φορώντας το νυφικό στο γυναικωνίτη. Για να ακολουθήσει η στέψη κατά τα ειωθότα...

Αποχωρισμός της νύφης από το σπίτι της…

«Μια θεατρική - εθιμική απροθυμία για τον επικείμενο
γάμο μετά του σχετικού νυφικού μοιρολογιού*».
Είναι γεγονός πως η θέση της γυναίκας ήταν περίπου απελπιστική, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Ένα πλάσμα ταλαιπωρημένο, περίπου res, δυσβάστακτο βάρος για τους οικείους, πολυδάπανο και ως εκ τούτου συνεχώς προβληματικό... που έπρεπε οπωσδήποτε να «δοθεί» γιατί διαφορετικά αλίμονο σε όλους. Σ’ αυτήν, αλλά και τους οικείους της...
Ιδιαίτερα μάλιστα τότε.
Βεβαίως ουδείς το αποδέχονταν, φανερά τουλάχιστον και γι’ αυτό μιας και με το χάσιμο αντιλαμβάνεται κανείς την αξία του χαμένου «αντικειμένου», την ανεκτίμητη αξία της κόρης, σκαρώθηκε όλη ετούτη η θεατρική παράσταση.. Αν και ενδόμυχα μέσα της κυριαρχούσαν κάποιες ιδέες, σκέψεις αλλά και φόβοι για το άγνωστο. Έτσι λοιπόν οι σπιτικοί ήταν κατσουφιασμένοι και περίλυποι με το πλησίασμα του γαμβρού και της συνοδείας του... μετά τα δοσίματα αρχινούσε ο θρήνος και ο κλαυθμός με την κόρη να ρίχνεται στην αγκαλιά της μάνας της με μοιρολόγια του τύπου:
«ήρταν αγγέλ’ να σε παρ’νε κόρη μ’», η μάνα...
«ήταν, μάνα, έχ’νε και τον Αρχάγγελλο ντάμα τνε», η κόρη... Και να το κλάμα σύννεφο, τα τραγούδια πάνω κάτω και η κόρη από αγκαλιά σε αγκαλιά με ασπασμούς και μοιρολόγια μέχρι.. μέχρι που όλα ως δια μαγείας τελείωναν και άρχιζαν εκκωφαντικά πια τα τραγούδια και οι λικνιστοί χοροί.

Ο τέντζερες, η σκούπα και το φαράσι
Γυναικεία αξεσουάρ και τα τρία, απαραίτητα εργαλεία για το ρόλο που της επέβαλε η κοινωνία, σε ορισμένες κοινότητες αποτελούσαν την αρχή της νυφικής γαμικής πομπής. Σύμβολα που υποδηλώνουν σαφέστατα και κατηγορηματικά τη χρυσοχέρα νύφη, την καλή νοικοκυρά, το κορίτσι από σπίτι με αρχές και περισσές ικανότητες.

Η επιστροφή
Γίνονταν στις περισσότερες των κοινοτήτων υπό τους ήχους των μουσικών οργάνων, τραγουδιών και ευχών για το «καλότυχο» ζευγάρι...
Σε ορισμένες, πάλι, όπως αυτή της Μαλακοπής, πραγματοποιούνταν με την παρουσία - συμβολή του ιερού κλήρου.
Δηλαδή έβγαιναν όλοι οι συμμετέχοντες στο ιερό μυστήριο του γάμου και σχηματιζότανε μια πομπή για το σπίτι του γαμβρού. Μπροστά πήγαιναν «οι λαμπαδούχοι μετά των εξαπτέρυγων» οι ιερείς και οι ψάλτες, ακολουθούσαν οι νεόνυμφοι κρατούμενοι «δια χειρών», περιστοιχιζόμενοι υπό των συγγενών και φίλων.

Η στάμνα.
Παράξενο, για τελετή του γάμου, έθιμο, που όμως διατηρούνταν στην περιοχή των Φλαβιανών της Καππαδοκίας.
Προ της εισόδου, λοιπόν, του ζευγαριού, κάποιος οικείος έσπαζε μια στάμνα γεμάτη νερό. Η σημασία - συμβολισμός του είναι διττός.
α- Απέτρεπαν, σπάζοντας τη στάμνα, το κακό μάτι των φθονερών...
β- Με το σχετικό σπάσιμο πίστευαν πως «καταφέρνουν μεγάλο κτύπημα στο κακό - διάβολο, του έσπαναν έτσι τα ποδάρια, καθιστώντας τον ανίκανο να καταφέρει θανατηφόρο πλήγμα τόσο στους νεόνυμφους όσο και στους οικείους τους...»

Το ρόδι
Κτυπώντας το δυνατά πάνω στους τοίχους του σπιτιού το διέλυαν ούτως ώστε η νύφη «να κάμει πολλά και γερά παιδιά».

Η φρατζόλα του ψωμιού
Σε μια φραντζόλα ψωμιού που είχε παρασκευασθεί ειδικά για τούτη τη συνήθεια τοποθετούσαν κατάλληλα τρία κεριά. Με το μικρό θυμιατό θυμιάτιζαν του νεόνυμφους, άναβαν τα κεριά και τη γύριζαν τρεις φορές πάνω από τα κεφάλια τους. Στη συνέχεια την κομμάτιαζαν και μοίραζαν τα κομμάτια στους παριστάμενους.
Δυστυχώς ουδείς μπορεί να μας εξηγήσει τον συμβολισμό τούτης της πράξεως. Ενδεχόμενα να συμβολίζει με το κομμάτιασμα τον πολλαπλασιασμό της οικογένειας με τα παιδιά...

Αντιχαρά
Στον απόηχο του γάμου ιδιαίτερη τελετή ήταν και αυτή της «Αντιχαράς» που λάβαινε χώρα την επόμενη Κυριακή. Οι νιόπαντροι με την παρουσία των νουνών - κουμπάρων εκκλησιάζονταν, άκουγαν τις ειδικές σχετικές ευχές μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας από τον ιερέα, παίρνανε τις ευλογίες του και επέστρεφαν στο σπίτι. Εκεί τις μεσημεριανές ώρες λάβαινε μέρος ένα γερό φαγοπότι μετά σχετικών ασμάτων, χορού και άλλων εθίμων. Έτσι κατά τη διάρκειά του γινότανε η παρουσίαση της «προίκας» με τη νύφη να χορεύει μετά της «νόνας» της υπό τους ήχους των σείστρων και να σκορπίζει στάρι στα πόδια των καλεσμένων της οικογένειας.
Με το πέρας της επίδειξης την έστελναν μαζί με τις φίλες της να φέρει νερό με το σταμνί. Μόλις έμπαινε ο γαμπρός το έπαιρνε και το έσπαγε άμεσα, δηλώνοντας έτσι για το ποιος είναι ο αρχηγός...
Τούτο το έθιμο, επίσης, με το νερό να διασκορπίζεται άφθονο συμβόλιζε πως «στο σπίτι θα έτρεχε έτσι η ευτυχία του ζευγαριού, όπως δηλαδή το νερό από την σπασμένη στάμνα».
Σύμφωνα, πάλι, με μια παραλλαγή η στάμνα θρυμματίζεται από την νύφη για να αποδείξει σε όλους πως θα εξαφανιστούν έτσι αυτοί που την έχουν διαβάλει ή έτσι θα πάθουν όσοι θα την διαβάλουν στο μέλλον.
Στη Μαλακοπή ενώπιον των καλεσμένων εμφανιζότανε η νύφη με πέπλο και αφού ασπαζότανε τα χέρια των οικείων της στεκόταν στη μέση της σάλας. Προσέρχονταν τότε η πεθερά έχουσα στην ποδιά της σιτάρι, κουφέτα, σταφίδες, με κέρματα «αναμίξ και πληροί δια του μείγματος τούτου τας χείρας της νύφης», η οποίο χορεύοντας υπό τους ήχους του «Μπιρ κιουζέλ τσηκμής οϊνάρ, μπακίν κιουζελίν πογιουντά», ρίπτει το περιεχόμενο στους πόδας των παρισταμένων...